Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι ο διαβήτης κύησης αποτελεί δείκτη της καρδιαγγειακής υγείας πριν από την εγκυμοσύνη, υπογραμμίζοντας τη σημασία παροχής βοήθειας στις ασθενείς για τη βελτίωση της καρδιαγγειακής τους υγείας πριν από την εγκυμοσύνη.
«Πρέπει να βελτιστοποιήσουμε την καρδιαγγειακή υγεία νωρίς», δήλωσε η Natalie Cameron από το Τμήμα Γενικής Εσωτερικής Ιατρικής και το Τμήμα Επιδημιολογίας του Τμήματος Προληπτικής Ιατρικής του Northwestern Medicine και κύρια συγγραφέας της μελέτης.
Όλες οι συμμετέχουσες είχαν γεννήσει τουλάχιστον ένα παιδί, ενώ υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία για την καρδιαγγειακή υγεία τους πριν από την εγκυμοσύνη και για την εξέταση ασβεστίου των στεφανιαίων αρτηριών (CAC).
Οι συμμετέχουσες δεν είχαν διαβήτη πριν από την εγκυμοσύνη και είχαν υποβληθεί σε τουλάχιστον μία αξονική τομογραφία για τον υπολογισμό του σκορ ασβεστίου, μια μη επεμβατική εξέταση που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση της ποσότητας ασβεστίου στις στεφανιαίες αρτηρίες της καρδιάς.
Διαπιστώθηκε ότι οι συμμετέχουσες με κακή καρδιαγγειακή υγεία πριν από την εγκυμοσύνη, ήταν πιο πιθανό να έχουν μια εγκυμοσύνη με επιπλοκές λόγω διαβήτη κύησης και να αναπτύξουν ασβέστιο στις στεφανιαίες αρτηρίες, σε σύγκριση με εκείνες με καλύτερη καρδιαγγειακή υγεία πριν από την εγκυμοσύνη.
«Οι ασθενείς με διαβήτη κύησης και άλλες επιπλοκές της εγκυμοσύνης, πρέπει να παρακολουθούνται από γιατρό, ώστε να μπορούν να βελτιστοποιήσουν την υγεία της καρδιάς τους.
Πρέπει να καταγράφουμε το ιστορικό της εγκυμοσύνης, να ρωτάμε για τις συνήθειες του τρόπου ζωής, όπως η διατροφή και η σωματική δραστηριότητα, και να εξετάζουμε τους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις.
Στη συνέχεια, μπορούμε να συνεργαστούμε με τις ασθενείς για να τις βοηθήσουμε να βελτιστοποιήσουν την καρδιακή τους υγεία καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους», καταλήγουν οι ερευνητές.
