5/5/2025
Στην παραμεθόρια πόλη Rio Grande City του νότιου Τέξας, μια ανησυχητική πραγματικότητα αποκαλύπτεται πίσω από τις κλειστές πόρτες: η άνοια έχει αγγίξει σχεδόν κάθε οικογένεια.
Με πληθυσμό μόλις 15.000 κατοίκων, η πόλη καταγράφει ποσοστά διάγνωσης υπερδιπλάσια από τον αμερικανικό μέσο όρο: τουλάχιστον ένας στους τέσσερις άνω των 65 ετών πάσχει από κάποια μορφή της νόσου.
Όμως, οι ειδικοί προειδοποιούν: αυτό είναι μόνο το ορατό μέρος του προβλήματος. «Η πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη είναι περιορισμένη. Πολλοί δεν έχουν ασφάλιση, δεν πηγαίνουν στον γιατρό και άρα δεν καταγράφονται», εξηγεί στην Daily Mail η νευροεπιδημιολόγος Δρ. Gladys Maestre από το Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Rio Grande Valley.
Η κομητεία Starr, στην οποία υπάγεται η πόλη, βρίσκεται εγκλωβισμένη σε έναν φαύλο κύκλο κοινωνικών, περιβαλλοντικών και πολιτισμικών παραγόντων: φτώχεια, μόλυνση, ακραία ζέστη, εθνοτική ανισότητα και γλωσσικά εμπόδια.
«Όλοι έχουν κάποιον»
«Δεν υπάρχει ούτε ένας που να μην γνωρίζει κάποιον με άνοια», δηλώνει χαρακτηριστικά ο Δρ. James Falcon, ο οποίος εργάζεται με τον πατέρα του σε κλινική της περιοχής. Για την Mayra Garza, εθελόντρια στο El Faro Health and Therapeutics, η νόσος δεν είναι στατιστική, είναι οικογενειακή ιστορία: «Και οι δύο γονείς μου είχαν Αλτσχάιμερ. Πρέπει να καταλάβουμε γιατί».
Η Δρ. Maestre εντοπίζει σημαντικές εστίες κινδύνου: η μόλυνση του πόσιμου νερού με τοξικά βαρέα μέταλλα, όπως αρσενικό και κάδμιο, σε συνδυασμό με την παλαιότητα των κατοικιών, δημιουργούν ένα τοξικό υπόβαθρο για γνωστική έκπτωση. Επιπλέον, οι θερμοκρασίες που ξεπερνούν τους 37°C το καλοκαίρι επιδεινώνουν την κατάσταση των ασθενών. Έρευνες έχουν δείξει ότι ακόμη και μικρές αυξήσεις θερμοκρασίας αυξάνουν τις νοσηλείες λόγω άνοιας.
«Η παρατεταμένη έκθεση στον καυτό καλοκαιρινό ήλιο μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη γνωστική λειτουργία», αναφέρει το Ίδρυμα Ανακάλυψης Φαρμάκων για τη Νόσο Αλτσχάιμερ.
Η κατάσταση στην κομητεία Starr, όπου ανήκει η πόλη, αποτυπώνεται στις μαρτυρίες των ίδιων των κατοίκων, οι οποίοι επισημαίνουν πως σχεδόν κάθε οικογένεια έχει κάποιον που έχει προσβληθεί από άνοια. «Έχω δει τόσους πολλούς ανθρώπους ηλικίας περίπου 50 ετών να είναι ήδη άρρωστοι», ανέφερε η Δρ. Maestre, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για επιδημιολογική έρευνα πόρτα-πόρτα.
Η εθνοτική διάσταση και η σιωπή
Περισσότερο από το 95% των κατοίκων είναι ισπανόφωνοι – μια πληθυσμιακή ομάδα με κατά 50% αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης άνοιας. Ωστόσο, μόνο το 5% των συμμετεχόντων σε κλινικές δοκιμές είναι ισπανόφωνοι, στοιχείο που περιορίζει την κατανόηση της νόσου. Πολλοί, όπως η Jessica Cantú, αναφέρουν ότι στην κοινότητα η άνοια συχνά θεωρείται «φυσιολογική» για την ηλικία: «Ήταν απλώς ξεχασιάρης (ο πατέρας της), όπως η γιαγιά. Δεν υπάρχει λόγος να το συζητήσουμε».
Για τη Jessica Cantú, η ασθένεια πήρε πρόσωπο μέσα από τον πατέρα της, Tomas, πρώην πάστορα. Εκείνος της είχε ζητήσει να μην τον βάλει ποτέ σε γηροκομείο. Της το θύμιζε: «Φροντίζουμε τους δικούς μας». Και εκείνη το τήρησε. Ο Tomas, ακόμη και όταν η άνοια προχωρούσε, συνέχιζε με αξιοπρέπεια τις συνήθειές του: έπαιζε με τα 19 εγγόνια του, κήρυττε τις Τετάρτες, μετέφερε τρόφιμα πέρα από τα σύνορα, τάιζε τα ζώα του και απολάμβανε τα αγαπημένα του πιάτα, από κέικ ανανά μέχρι εντσιλάδες με κράκερ.
Η νόσος κυριαρχεί στο οικογενειακό ιστορικό των Cantú: δύο από τα δέκα αδέλφια του Tomas εμφάνισαν άνοια, ενώ και η γιαγιά της Jessica, από τη μητέρα της, είχε νοσήσει. Επτά μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα της, η ίδια ξεκίνησε να εργάζεται στο El Faro Health and Therapeutics, το πρώτο ιδιωτικό ερευνητικό κέντρο της κομητείας για τη νόσο Αλτσχάιμερ. «Οι ασθενείς έρχονται και με ρωτούν αν έχουμε βρει τι την προκαλεί», δηλώνει στο The Atlantic. «Η απάντηση είναι δύσκολη: Δεν ξέρω».
Η επιστήμη συμφωνεί. Η άνοια δεν έχει μία μόνο αιτία, μοιάζει περισσότερο με αποτέλεσμα μακροχρόνιας συσσώρευσης κινδύνων: γενετικοί παράγοντες, χρόνιες παθήσεις, κοινωνικές ανισότητες. Δώδεκα συγκεκριμένοι παράγοντες έχουν εντοπιστεί από τους ειδικούς: από τραυματισμούς στον εγκέφαλο και υψηλή πίεση μέχρι την ατμοσφαιρική ρύπανση, τη μοναξιά και τη χαμηλή μόρφωση.
Το συναίσθημα, όμως, συνοδεύεται από φόβο. Πολλοί φροντιστές ανησυχούν ότι η ασθένεια ελλοχεύει και για τους ίδιους. Η Cantú παρατηρεί καθημερινά το μυαλό της.
Η έλλειψη ιατρικών υποδομών επιτείνει το πρόβλημα: η αναλογία γιατρού προς πληθυσμό είναι 1 προς 4.000 και οι ειδικοί στην άνοια σπανίζουν. Το βάρος συνεχίζει να πέφτει κυρίως στις οικογένειες. Ο Juan «Manny» Saenz φρόντιζε τον πατέρα του μέχρι τα 94 του, χωρίς να τον αφήσει μόνο ούτε μία μέρα. «Εκείνος που έχει το Αλτσχάιμερ δεν ξέρει. Αυτός που θυμάται, πονάει», αναφέρει ο Saenz.
«Δεν υπάρχει κανείς που να μην γνωρίζει κάποιον με άνοια»
Ο Δρ. James Falcon, ο οποίος μαζί με τον πατέρα του Antonio ηγείται ερευνών στο Ρίο Γκράντε, περιγράφει μια καθημερινότητα βαθιά επηρεασμένη από τη νόσο. «Δεν υπάρχει ούτε ένας από εμάς που εργάζεται εδώ [στην κλινική] που να μην γνωρίζει κάποιον προσωπικά ο οποίος να έχει επηρεαστεί», δήλωσε στην εκπομπή Today. «Δεν περνά μέρα που να μην βλέπουμε κάποιον με κάποιο είδος απώλειας μνήμης».
Η Mayra Garza, εθελόντρια στην κλινική El Faro Health and Therapeutics, τόνισε πως η νόσος έχει αγγίξει την ίδια προσωπικά. «Η οικογένειά μου έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από αυτή τη νόσο Αλτσχάιμερ, και οι δύο γονείς μου την έχουν/είχαν. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε γιατί αυτό επηρεάζει εμένα και την οικογένειά μου», ανέφερε.
Μαθήματα από την Ικαρία: Το αντίθετο παράδειγμα
Σε πλήρη αντίθεση με το Rio Grande City, η Ικαρία έχει τραβήξει το παγκόσμιο επιστημονικό ενδιαφέρον για τα χαμηλά ποσοστά άνοιας και το εξαιρετικά υψηλό προσδόκιμο ζωής των κατοίκων της. Ανήκει στις λεγόμενες «Μπλε Ζώνες» του πλανήτη, περιοχές με ασυνήθιστη μακροβιότητα και ευεξία.
Στην Ικαρία, ο κοινωνικός ιστός είναι ισχυρός, η διατροφή βασίζεται σε φρέσκα τοπικά προϊόντα και ελαιόλαδο, ενώ η καθημερινότητα περιλαμβάνει σωματική δραστηριότητα και χαμηλά επίπεδα στρες. Επιπλέον, η διγλωσσία και η πολιτισμική σύνδεση με την οικογένεια και την κοινότητα θεωρούνται προστατευτικοί παράγοντες.
Η Δρ. Maestre και η ομάδα της μελετούν πώς αυτά τα χαρακτηριστικά θα μπορούσαν να εφαρμοστούν (με τοπικές προσαρμογές) και στο Τέξας: περισσότεροι δημόσιοι χώροι με σκιά, ενίσχυση των κοινοτήτων, οικογενειακή υποστήριξη και εκπαίδευση. «Δεν μπορούμε να ρίχνουμε το βάρος μόνο στο άτομο», επισημαίνει. «Χρειαζόμαστε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον».
Πηγή: https://www.newsbeast.gr
Πηγή φωτογραφίας: https://secure.gravatar.com