Οι τελευταίες δεκαετίες έφεραν ριζικές αλλαγές στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον καρκίνο. Από τη μοριακή βιολογία και τη γενετική μέχρι την ανοσοθεραπεία, η επιστήμη έχει μετατοπίσει το ενδιαφέρον της σε πιο σύνθετες και πολυπαραγοντικές εξηγήσεις.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μια νέα και πολλά υποσχόμενη περιοχή ερευνών έχει αναδυθεί: η μελέτη του ανθρώπινου μικροβιώματος, δηλαδή του συνόλου των μικροβίων που ζουν στο σώμα μας.

Όπως αναφέρει η γιατρός της Θεραπευτικής Κλινικής (Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Παθολόγος, Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής) και η Αλεξάνδρα Σταυροπούλου (Βιολόγος), σήμερα γνωρίζουμε ότι τα μικρόβια που φιλοξενούνται στο έντερο και σε άλλα ανατομικά σημεία – όπως οι πνεύμονες, το στόμα, το δέρμα και ακόμα και μέσα στους όγκους – μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την ανάπτυξη, την πρόγνωση και την αντιμετώπιση διαφόρων μορφών καρκίνου, όπως αναφέρεται και στο πολύ πρόσφατο άρθρο που δημοσιεύθηκε στο διεθνές περιοδικό JAMA.

Προηγούμενες αντιλήψεις που ήθελαν τα μικρόβια απλώς να «συνοδεύουν» τον άνθρωπο χωρίς μεγάλη σημασία για την υγεία, έχουν πλέον ανατραπεί. Σήμερα, έχει αποδειχθεί ότι το μικροβίωμα ρυθμίζει την ανοσολογική απάντηση, επηρεάζει τη φλεγμονή και αλληλεπιδρά με τα καρκινικά κύτταρα. Μικροβιακά παράγωγα όπως τα λιπαρά οξέα βραχείας αλυσίδας μπορούν να τροποποιήσουν το ανοσολογικό τοπίο στον καρκινικό ιστό, άλλοτε ευνοώντας την ανάπτυξη του όγκου και άλλοτε ενισχύοντας την ανοσολογική άμυνα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόσφατη ανακάλυψη ότι βακτήρια και μύκητες υπάρχουν εντός των όγκων σε διάφορους καρκίνους, όπως του παγκρέατος, του πνεύμονα και του μαστού. Παρότι σε μικρή αναλογία σε σχέση με τα καρκινικά κύτταρα, ενδέχεται να επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα των θεραπειών και την ανοσολογική διείσδυση στον όγκοΕργαστήριο ιατρικής με μικροσκόπιο και δείγμα για έρευνα

Τα μικρόβια μπορούν να δρουν είτε υποστηρικτικά είτε ανασταλτικά στην αντικαρκινική θεραπεία. Για παράδειγμα, η παρουσία ωφέλιμων εντερικών βακτηρίων έχει συνδεθεί με αυξημένη αποτελεσματικότητα της ανοσοθεραπείας με αναστολείς του PD-1, ενός βασικού ανοσολογικού φρένου.

Αντιθέτως, η διαταραχή του μικροβιώματος του εντέρου μέσω χορήγησης ευρέος φάσματος αντιβιοτικών πριν από την ανοσοθεραπεία έχει συσχετιστεί με χειρότερη συνολική επιβίωση και αυξημένα ποσοστά παρενεργειών σε ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία με αναστολείς ανοσολογικών σημείων ελέγχου για συμπαγείς όγκους, καθώς και με θεραπεία με τροποποιημένα CAR-T λεμφοκύτταρα για αιματολογικές κακοήθειες.

Η τροποποίηση του μικροβιώματος έχει ήδη δείξει ενθαρρυντικά αποτελέσματα σε μικρές κλινικές μελέτες. Η σχέση μεταξύ μικροβίων και καρκίνου δεν είναι νέα. Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, ο γιατρός William Coley χορηγούσε σε ασθενείς με ανεγχείρητους όγκους ένα «κοκτέιλ» από ζωντανά ή νεκρά βακτήρια, επιδιώκοντας να προκαλέσει ανοσολογική απόκριση. Αν και η μέθοδος αυτή τότε δεν έγινε αποδεκτή, σήμερα αναγνωρίζεται ως η πρώτη μορφή ανοσοθεραπείας.

Σήμερα, χάρη στη σύγχρονη τεχνολογία και τη δυνατότητα αλληλούχισης του DNA, μπορούμε πλέον να ταυτοποιήσουμε με ακρίβεια τα μικρόβια μέσα σε δείγματα όγκων και αίματος. Μελλοντικά, τέτοια ευρήματα θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για την πρόγνωση, ακόμη και τη διάγνωση του καρκίνου μέσω ανάλυσης μικροβιακού DNA στο αίμα.

Το μικροβίωμα δεν αποτελεί απλώς ένα νέο βιολογικό εύρημα αλλά ένα πιθανό θεραπευτικό εργαλείο. Ήδη δοκιμάζονται «έξυπνα» βακτήρια που εισάγονται μέσα στον όγκο και εκκρίνουν ουσίες που ενεργοποιούν το ανοσοποιητικό, με στόχο να κάνουν το περιβάλλον του όγκου πιο δεκτικό στη θεραπεία. Τέτοιες παρεμβάσεις βασίζονται στην τεχνολογία της συνθετικής βιολογίας και μπορεί να ανοίξουν νέους δρόμους στην αντικαρκινική θεραπευτική.

Συμπερασματικά, οι μικροοργανισμοί στο έντερο και σε άλλα σημεία του σώματος ενδέχεται να επηρεάζουν την ανάπτυξη και εξέλιξη του καρκίνου, καθώς και την ανταπόκριση και τις παρενέργειες της θεραπείας. Μελλοντικές θεραπείες που στοχεύουν στους μικροοργανισμούς του εντέρου και άλλων περιοχών του σώματος θα μπορούσαν ενδεχομένως να βελτιώσουν την πρόγνωση των ασθενών με καρκίνο.