1/8/2024
Τα κύματα καύσωνα αυξάνονται, η θερμοκρασία σπάει διαδοχικά ρεκόρ, η ακραία ζέστη κινδυνεύει να μετατραπεί σε νέα επιδημία, με τον ΟΗΕ για μία ακόμα φορά να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για λήψη άμεσων μέτρων και τις αρμόδιες αρχές χωρών να εκδίδουν προειδοποιήσεις για την υγεία καλώντας τους πολίτες, μεταξύ άλλων, να αποφεύγουν την έκθεση στον ήλιο, να παραμένουν σε κλιματιζόμενους χώρους, να καταναλώνουν νερό, να μην καταπονούνται σωματικά και να ντύνονται ελαφρά.
Δυστυχώς, για μία μεγάλη μερίδα του κόσμου πολλές από τις παραπάνω οδηγίες αποδεικνύονται πολυτέλεια, καθώς η πρόσβαση σε χώρο με κλιματισμό δεν είναι δεδομένη αφού για πολλούς ανθρώπους χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων δε διασφαλίζεται καν η παροχή βασικών υπηρεσιών και αγαθών, όπως το νερό.
Η λεγόμενη «cooling poverty», δηλαδή η αδυναμία πρόσβασης σε συστήματα ψύξης, είναι μία ακόμα ανισότητα, συνέπεια της περιβαλλοντικής κρίσης που μαζί με την ενεργειακή φτώχεια πλήττουν σημαντικό τμήμα του πληθυσμού σε παγκόσμια κλίμακα.
Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Nature Sustainability από ομάδα ερευνητών του Πανεπιστημίου Ca’ Foscari της Βενετίας, το Ίδρυμα CMCC (Ευρωμεσογειακό Κέντρο για την Κλιματική Αλλαγή), το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και το London School of Hygiene & Tropical Medicine προκύπτει ότι «οι φτωχότεροι άνθρωποι που συνέβαλαν λιγότερο στην υπερθέρμανση του πλανήτη, είναι αυτοί που υφίστανται τις σοβαρότερες συνέπειες της ακραίας ζέστης εξαιτίας της περιορισμένης προσαρμοστικής τους ικανότητας».
Όπως τονίζουν οι ειδικοί, η κατανόηση των αναγκών τους είναι επιτακτική ανάγκη για την ανάπτυξη δίκαιων και επαρκών στρατηγικών σχετικά με την προσαρμογή στην ακραία ζέστη και την πρόσβαση σε δροσερούς χώρους.
Η Αντονέλα Ματζόνε, επικεφαλής συντάκτρια της έκθεσης, εξηγεί στην ιταλική εφημερίδα La Repubblica ότι η λεγόμενη «cooling poverty» είναι η κατάσταση κατά την οποία οικογένειες και άτομα εκτίθενται στις βλαβερές συνέπειες του αυξανόμενου θερμικού στρες ή θερμικής καταπόνησης εξαιτίας ανεπαρκών υποδομών.
Η Ιταλίδα ειδικός επισημαίνει πως η «cooling poverty» διαφέρει από την ενεργειακή φτώχεια, καθώς δεν αφορά μόνο στο οικογενειακό εισόδημα, το κόστος της ενέργειας ή τις συνθήκες στέγασης, αλλά έχει να κάνει με το σύνολο των φυσικών, κοινωνικών και άυλων υποδομών που, αν δεν λειτουργούν, εκθέτουν τους ανθρώπους στην υπερβολική ζέστη.
Ο όρος που έχουν αποδώσει οι επιστήμονες αναδεικνύει τον ρόλο των παθητικών υποδομών ψύξης (νερό, πράσινες και λευκές επιφάνειες), των δομικών υλικών για επαρκή προστασία από τη θερμότητα σε εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους και των κοινωνικών υποδομών. Επιπλέον, εξετάζει τη διαθέσιμη παροχή συστήματος ψύξης για εξωτερικές εργασίες, εκπαίδευση, υγεία.
Υπό αυτό το πρίσμα, επισημαίνει η Ματζόνε, ο χώρος και ο τόπος διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην «cooling poverty» που ξεπερνά της έννοια της ενεργειακής φτώχειας και αγγίζει μία πολυδιάστατη, πολυεπίπεδη ανάλυση των υποδομών και των χώρων.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η οποία εστίασε στις συνθήκες του Ρίο ντε Τζανέιρο στη Βραζιλία, η ανισότητα πλήττει περισσότερο άτομα με ειδικές ανάγκες, ανθρώπους της κοινότητας LGBTQI+, πολίτες που ζουν σε φαβέλες.
Όπως εξηγούν οι ειδικοί, η «cooling poverty» μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις καθώς οι άνθρωποι μπορεί να στραφούν σε απαρχαιωμένες, αναποτελεσματικές και επικίνδυνες συσκευές ψύξης, όπως παλιά κλιματιστικά, τα οποία αποτελούν κίνδυνο για την υγεία αφού μπορεί να προκαλέσουν τη νόσο των Λεγεωνάριων, ή να δημιουργήσουν δεξαμενές νερού, οι οποίες διευκολύνουν την εξάπλωση ασθενειών που μεταδίδονται από κουνούπια, όπως δάγκειος πυρετός, τσικουνγκούνια.
Η Ένρικα Ντε Τσαν, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Ca’ Foscari και εκ των συντακτών της μελέτης, σε συνέντευξή της στη γαλλική εφημερίδα Le Monde δήλωσε πως η πρόσβαση στον κλιματισμό αποτελεί δείκτη των ενεργειακών ανισοτήτων.
Όπως είπε το ποσό που καλείται να καταβάλει ένα νοικοκυριό για το λογαριασμό του ρεύματος, έπειτα από χρήση κλιματιστικού μπορεί να εντείνει την ανισότητα ανάμεσα σε εκείνους που έχουν την οικονομική δυνατότητα να τον καλύψουν και επομένως να χρησιμοποιήσουν το κλιματιστικό και σε εκείνους που δε μπορούν.
Από παλαιότερη, μάλιστα, μελέτη της σε οκτώ αναπτυγμένες χώρες (Αυστραλία, Καναδάς, Γαλλία, Ιαπωνία, Ολλανδία, Ισπανία, Σουηδία και Ελβετία) προέκυψε ότι τα νοικοκυριά με κλιματισμό δαπανούν μεταξύ 35% και 42% περισσότερα χρήματα για ηλεκτρική ενέργεια κάθε χρόνο από εκείνα που δεν διαθέτουν σύστημα ψύξης.
Η Ντε Τσαν με την ομάδα της υπολόγισε ότι ως το 2050, 60 εκατ. Ευρωπαίοι και 640 εκατ. Ινδοί θα είναι εκτεθειμένοι σε καύσωνες και δεν θα έχουν κλιματισμό, ενώ σε Βραζιλία, Ινδία και Ινδονησία, μεταξύ 20% και 30% των νοικοκυριών δεν θα είναι σε θέση να καλύψουν τις ανάγκες τους για ψύξη το 2050 και, ως εκ τούτου, θα βρεθούν σε κατάσταση θερμικού στρες.
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με το Bloomberg, 10 νέες μονάδες κλιματισμού πωλούνται κατά μέσο όρο κάθε δευτερόλεπτο και περισσότεροι από 2 δισ. άνθρωποι σε όλο τον κόσμο αναμένεται να αγοράσουν κάποια συσκευή ψύξης τα επόμενα χρόνια. Ως αποτέλεσμα, η χρήση ενέργειας προβλέπεται να τριπλασιαστεί μέχρι το 2050. Αυτό, με τη σειρά του, αυξάνει την παγκόσμια ζήτηση ενέργειας, η οποία αναπόφευκτα συμβάλλει στις εκπομπές ρύπων και στην υπερθέρμανση του πλανήτη.
Πιο ευάλωτοι οι ηλικιωμένοι
Ποιες όμως είναι οι περισσότεροι εκτεθειμένες κατηγορίες στην υπερβολική ζέστη; Οι οικογένειες με χαμηλό εισόδημα, όσες ανήκουν σε εθνοτικές μειονότητες που είναι πιθανό να ζουν σε περιοχές με έλλειψη υπηρεσιών και ελάχιστο χώρο πρασίνου. Παράλληλα, ευάλωτοι είναι οι ηλικιωμένοι, οι οποίοι έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να εκτεθούν σε επίπεδα ακραίας ζέστης, με την έκθεση να προβλέπει ότι μέχρι το 2050 θα έρθουν αντιμέτωποι με υψηλές θερμοκρασίες 177-246 εκατ. περισσότεροι άνθρωποι προχωρημένης ηλικίας συγκριτικά με σήμερα.
Όπως αναφέρει η Ντε Τσαν αυτό θα έχει επιπτώσεις και σε οικονομικό επίπεδο, καθώς θα ενταθούν οι πιέσεις για τη δημόσια υγεία με αύξηση των ποσοστών νοσηλείας και των δαπανών για υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης.
Ενεργειακή φτώχεια
Σύμφωνα με τους επιστήμονες «ενεργειακή φτώχεια» παρατηρείται όταν ένα νοικοκυριό αδυνατεί να κάνει χρήση ενέργειας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ικανοποιήσει τις βασικές του ανάγκες με σοβαρές συνέπειες για την υγεία, αλλά και οδηγώντας τους ανθρώπους σε κοινωνικό αποκλεισμό. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ το 2022 ο αριθμός των ανθρώπων που ζούσαν χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα αυξήθηκε για πρώτη φορά έπειτα από μία δεκαετία. Σήμερα, υπολογίζεται ότι 685 εκατ. άνθρωποι ζουν χωρίς πρόσβαση σε ενέργεια – 10 εκατομμύρια περισσότεροι από ό,τι το 2021. Το 2022, 570 εκατ. άνθρωποι στην υποσαχάρια Αφρική ζούσαν χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, αντιπροσωπεύοντας περισσότερο από το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού χωρίς πρόσβαση, ενώ στην υποσαχάρια Αφρική και την Ασία σχεδόν 2,1 δισ. άνθρωποι εξακολουθούν να χρησιμοποιούν ρυπογόνα καύσιμα για την προετοιμασία γευμάτων.
Πηγή: https://www.newmoney.gr
Πηγή φωτογραφίας: https://secure.gravatar.com