Ο αμερικανός θεατρικός συγγραφέας Άρθουρ Μίλερ συγκαταλέγεται στους κορυφαίους δραματουργούς του 20ού αιώνα. Το έργο του, που συνδυάζει την επίγνωση της κοινωνικής πραγματικότητας με τη διερεύνηση της εσωτερικής ζωής των χαρακτήρων του, μπορεί να συνοψιστεί στην ρήση του: «Το κοινωνικό δράμα της γενιάς μας πρέπει να κάνει κάτι περισσότερο από το να αναλύει και να δικάζει το περίγραμμα των κοινωνικών σχέσεων. Πρέπει να σκάψει μέσα στην ανθρώπινη φύση και να ανακαλύψει ποιες ανάγκες υπάρχουν μ’ ένα τέτοιο τρόπο, που αυτές οι ανάγκες να πάρουν έκταση και προβολή κοινωνικής σημασίας». Όπως εύστοχα έχει επισημανθεί η δύναμη του λογοτεχνικού μύθου του είναι εφάμιλλη των δραματουργών της αρχαίας τραγωδίας.
Σε γενικές γραμμές στο έργο του Άρθουρ Μίλερ απεικονίζεται η σκοτεινή πλευρά του αμερικανικού ονείρου. Λογοτεχνικά, είναι περισσότερο γνωστός για το θεατρικό του «Ο θάνατος τού εμποράκου» («Death of a Salesman», 1941) και κοινωνικά, από τον γάμο του με την ντίβα του κινηματογράφου Μέριλιν Μονρόε (1956-1961).
Ο Άρθουρ Μίλερ γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1915 στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης. Ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά των πολωνοεβραίων μεταναστών Άιζαντορ και Αουγκούστα Μίλερ. Ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης βιοτεχνίας γυναικείων ενδυμάτων και η μητέρα του είχε εργαστεί ως δασκάλα στη δημόσια εκπαίδευση. Η προσωπικότητα του νεαρού Άρθουρ διαμορφώθηκε από την επίδραση που άσκησε στη ζωή του η Μεγάλη Οικονομική Κρίση, απότοκος του Χρηματιστηριακού Κραχ του 1929. Η βαθιά ύφεση της αμερικάνικης οικονομίας σήμανε την οικονομική καταστροφή του πατέρα του και τον ανάγκασε να συνειδητοποιήσει την ανασφάλεια της σύγχρονης ύπαρξης.
Στο σχολείο δεν διακρινόταν για τις επιδόσεις του. Ήταν πολύ κακός μαθητής και το μόνο που τον απασχολούσε ήταν το αμερικάνικο ποδόσφαιρο και το χόκεϊ. «Όταν το όνομά μου έγινε γνωστό οι πρώην καθηγητές μου δυσκολεύτηκαν να πιστέψουν ότι ήμουν εγώ. Τελείωσα το λύκειο τελείως απαρατήρητος» είχε πει σε μια του συνέντευξη.
Ο Μίλερ αποφοίτησε τελικά από το λύκειο «Αβραάμ Λίνκολν» του Μπρούκλιν, αλλά δεν έγινε δεκτός στα πανεπιστήμια Kορνέλ και Μίσιγκαν, εξαιτίας των κακών βαθμών του, αλλά και της αδυναμίας του πατέρα του να καλύψει τα δίδακτρα. Έκανε διάφορες δουλειές, για να συγκεντρώσει το απαραίτητο ποσό και τελικά το 1934 έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, όπου ξεκίνησε σπουδές δημοσιογραφίας. Παράλληλα εργαζόταν ως νυχτερινός ρεπόρτερ στην εφημερίδα «Michigan Daily» και παρακολούθησε μαθήματα θεατρικής γραφής. Κατά την διάρκεια της φοίτησης του ανέβασε στο πανεπιστήμιο το πρώτο του θεατρικό έργο με τίτλο «No Villain», το οποίο βραβεύτηκε.
Μετά την αποφοίτησή του, το 1938, επέστρεψε στην Νέα Υόρκη, όπου άρχισε να γράφει θεατρικά έργα για τους ραδιοφωνικούς σταθμούς CBS και NBC, ενώ παραάλληλα εργαζόταν ως οδηγός φορτηγών και φορτοεκφορτωτής για να συμπληρώνει το εισόδημά του. Το 1940 νυμφεύτηκε την συμφοιτήτριά του Έλεν Σλάτερι με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Το ζευγάρι θα χωρίσει το 1956, όταν στην ζωή του θα εμφανισθεί η Μέριλιν Μονρόε και θα κλέψει την καρδιά του.
O Άρθουρ Μίλερ κέρδισε κάποια δημοσιότητα το 1945 με το μυθιστόρημα «Focus», στο οποίο καταγγέλλει τον ρατσισμό και ιδιαίτερα τον αντισημιτισμό. Το «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» («All My Sons»), ήταν το πρώτο σημαντικό θεατρικό έργο του, με έντονη την επίδραση του Ίψεν και ιδιαίτερα του θεατρικού του «Η αγριόπαπια». Το έργο, που ανέβηκε στις 29 Ιανουαρίου 1947 στο Μπρόντγουεϊ σε σκηνοθεσία Ηλία Καζάν, περιστρέφεται γύρω από έναν βιομήχανο που κατασκευάζει ελαττωματικό πολεμικό υλικό. Ήταν το πρώτο έργο του Άρθουρ Μίλερ, που ανέβηκε σε ελληνική σκηνή, από το θέατρο Τέχνης, σχεδόν ταυτόχρονα με την παράσταση του Μπρόντγουέϊ.
Ο Κάρολος Κουν σύστησε στο ελληνικό κοινό και το επόμενο έργο του Μίλερ, το κλασικό πλέον «Ο θάνατος του εμποράκου», που πρωτοανέβηκε στην Νέα Υόρκη (Μπρόντγουεϊ) στις 10 Φεβρουαρίου 1949, σε σκηνοθεσία Ηλία Καζάν. Είναι η τραγωδία ενός ανθρωπάκου, του πλανόδιου έμπορου Γουίλι Λόμαν, που πέφτει θύμα κίβδηλων αξιών, οι οποίες αποτελούν κατά ένα μεγάλο μέρος τις αξίες της κοινωνίας όπου ζει.
Το επόμενο σπουδαίο έργο του είναι «Η Δοκιμασία ή Οι Μάγισσες του Σάλεμ» («The Crucible», 1953), το οποίο βασίζεται στις δίκες μαγισσών που έγιναν στο Σάλεμ της Μασαχουσέτης το 1692, εποχή που ο Μίλερ έβρισκε ότι είχε πολλά κοινά σημεία με τη δεκαετία του 1950, όταν είχε ξεκινήσει και είχε πάρει μεγάλη έκταση, ένα πολιτικό «κυνήγι μαγισσών». Το 1956 ο Μίλερ κλήθηκε να εξεταστεί από την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών του Κογκρέσου υπό τον γερουσιαστή Μακάρθι. Επειδή αρνήθηκε να κατονομάσει πρόσωπα που είχε δει δέκα χρόνια πριν σε μια συγκέντρωση συγγραφέων η οποία είχε χαρακτηριστεί ως κομμουνιστική, καταδικάστηκε για απείθεια και ασέβεια σε φυλάκιση τριάντα ημερών με αναστολή και χρηματικό πρόστιμο πεντακοσίων δολαρίων. Έκανε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο και, τον επόμενο χρόνο, αθωώθηκε.
Το 1955, παρουσίασε δύο μονόπρακτα, τα «Από Δευτέρα σε Δευτέρα» («Α Memory of Two Mondays») και «Πάνω από τη γέφυρα» («A View from the Bridge»), που παίχτηκαν σε ενιαία παράσταση.
Την ίδια περίοδο η προσωπική του ζωή σημαδεύτηκε με τον χωρισμό του από την πρώτη του σύζυγο και τον γάμο του με την σταρ του Χόλιγουντ Μέριλιν Μονρόε. Ένωσαν τις τύχες τους με κάθε μυστικότητα, στις 29 Ιουνίου 1956, σ’ ένα δικηγορικό γραφείο της Νέας Υόρκης, Ο λαμπρός θεατρικός συγγραφέας ήταν 41 ετών και το απόλυτο σύμβολο του σεξ 30. Ο μύθος του Πυγμαλίωνα αναβίωνε στη σύγχρονη Αμερική, που εξεπλάγη μόλις έμαθε το νέο. Η δημοσιότητα, κατόπιν εορτής, μεγάλη. Οι κακές γλώσσες δεν έδιναν μεγάλη διάρκεια στον γάμο, εξαιτίας των διαφορετικών χαρακτήρων των νεονύμφων. Η πρόβλεψή τους θα επιβεβαιωθεί πέντε χρόνια αργότερα. Κατά την διάρκεια του γάμου τους,ο Μίλερ έγραψε το σενάριο της ταινίας «Οι αταίριαστοι» («The Misfits», 1961), που σκηνοθέτησε ο Τζον Χιούστον, με πρωταγωνιστές τον Κλαρκ Γκέιμπλ, τον Μοντγκόμερι Κλιφτ και την Μέριλιν Μονρόε.
Το 1962, θα παντρευτεί για τρίτη φορά με την διάσημη αυστριακή φωτογράφο Ίνγκε Μόρατ, με την οποία θα ζήσει αρμονικά έως τον θάνατό της το 2002. Το ζευγάρι θα αποκτήσει μια κόρη την μετέπειτα σκηνοθέτρια Ρεμπέκα Μίλερ (γ. 1962), σύζυγο του ηθοποιού Ντάνιελ Ντεϊ-Λιούις.
Ο Άρθουρ Μίλερ θα συνεχίσει να τροφοδοτεί το θέατρο με αξιόλογα έργα. Το 1964 παρουσίασε το «Μετά την πτώση» («After the Fall»), που αναφέρεται στο ναυάγιο των ανθρωπίνων σχέσεων και τις συνέπειές του. Στο θεατρικό «Η τιμή» («The Price», 1968), συνέχισε τη διερεύνηση τού θέματος της ενοχής και της ευθύνης τού ανθρώπου απέναντι στον εαυτό του και απέναντι στους άλλους, εξετάζοντας την ένταση στις σχέσεις ανάμεσα σε δύο αδελφούς. Το έργο αυτό σκηνοθέτησε ο ίδιος, το 1969.
Τον ίδιο χρόνο επισκέφτηκε την Σοβιετική Ένωση με τη γυναίκα του και στην συνέχεια δημοσίευσε μαζί της το ταξιδιωτικό ημερολόγιο με τίτλο «In Russia». Γύρισε επίσης την αλληγορική αντιπολεμική ταινία «Τhe Reason Why» και αρνήθηκε την παρουσίαση της στην Ελλάδα για να δείξει την αντίθεσή του στην καταπίεση που υφίσταντο οι Έλληνες συγγραφείς από το δικτατορικό καθεστώς.
Το 1977 παρουσίασε στην Ουάσιγκτον το έργο «Το ταβάνι του αρχιεπισκόπου» («The Archbishop’s Ceiling»), στο οποίο ελέγχει τη μεταχείριση των διαφωνούντων συγγραφέων στη Σοβιετική Ένωση.
Μια συλλογή διηγημάτων του με τον γενικό τίτλο «Δεν σε χρειάζομαι πια» («I Don’t Need You Any More») εκδόθηκε το 1967 και μια συλλογή θεατρικών δοκιμίων του το 1977. Το 1987 δημοσιεύτηκε η αυτοβιογραφία του με τίτλο «Στη δίνη του χρόνου» («Τimebends: A Life»).
Ο Άρθουρ Μίλερ πέθανε στις 10 Φεβρουαρίου 2005, λίγες εβδομάδες αφότου είχε ολοκληρώσει αντικαρκινική θεραπεία σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης. Ο ίδιος είχε ζητήσει να περάσει τις τελευταίες ημέρες της ζωής του στο όμορφο αγρόκτημά του στο Ρόξμπερι του Κονέκτικατ, το οποίο είχε αγοράσει το 1958, όταν ήταν παντρεμένος με την Μέριλιν Μονρόε. Μετά τον θάνατο της τρίτης του συζύγου συζούσε με την αρκετά μικρότερή του ζωγράφο Ανιές Μπάρλεϊ, την οποία σκόπευε να νυμφευτεί.
Πηγή: https://www.sansimera.gr