8/7/2023
Ο αριθμός μπορεί να μην ακούγεται σημαντικός, επειδή πρόκειται όμως για παθήσεις, όπως είναι το έμφραγμα του μυοκαρδίου, γίνεται αντιληπτό ότι η λήψη της μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια.
Όπως αναφέρουν επιστήμονες στην Αυστραλία, η συστηματική λήψη συμπληρώματος με βιταμίνη D μετά την ηλικία των 60 ετών, μπορεί να μειώνει τον κίνδυνο εκδήλωσης κάποιου σοβαρού καρδιαγγειακού επεισοδίου.
Οι επιστήμονες από το Ιατρικό Ερευνητικό Ινστιτούτο QIMR Berghofer, στο Κουίνσλαντ, ανέλυσαν στοιχεία για 21.302 εθελοντές.
Κατά την έναρξη της μελέτης, οι εθελοντές είχαν ηλικία 60-84 ετών. Κάποιοι ήταν υγιείς ενώ άλλοι συγκέντρωναν παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, όπως είναι η υπέρταση ή/και η δυσλιπιδαιμία (π.χ. αυξημένη χοληστερόλη).
Οι ερευνητές τους χώρισαν τυχαία σε δύο ομάδες: Οι 10.658 εθελοντές λάμβαναν βιταμίνη D, ενώ οι 10.644 λάμβαναν εικονικό φάρμακο.
Στη διάρκεια της πενταετούς παρακολούθησης σημειώθηκαν 1.336 σοβαρά καρδιαγγειακά επεισόδια. Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, τα 699 καταγράφηκαν μεταξύ των εθελοντών που έπαιρναν εικονικό φάρμακο και τα 637 μεταξύ όσων έπαιρναν βιταμίνη D.
Οι ερευνητές υπολόγισαν ότι η βιταμίνη D σχετιζόταν με μέση μείωση του κινδύνου κατά 9% για σοβαρό καρδιαγγειακό πρόβλημα. Ειδικά όμως μεταξύ των εθελοντών που εξ αρχής λάμβαναν φάρμακα για την καρδιά, η μείωση έφθανε το 16%.
Η λήψη βιταμίνης D φάνηκε να μειώνει τα εμφράγματα του μυοκαρδίου κατά 19% συγκριτικά με την ομάδα του εικονικού φαρμάκου.
Δεν παρατηρήθηκε διαφορά στα εγκεφαλικά επεισόδια.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι τα ευρήματά τους είναι αρκετά πειστικά ώστε να αξιολογηθεί περαιτέρω η βιταμίνη, ιδίως σε όσους λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή για καρδιαγγειακή νόσο.
«Η μελέτη μας έδειξε ότι η βιταμίνη D ασκεί ισχυρότερη δράση σε ασθενείς που κάνουν θεραπεία για υπέρταση ή χοληστερόλη», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Δρ. Rachel Neale. «Ωστόσο τα δεδομένα μας ισχύουν για όσους έχουν έλλειψη στη βιταμίνη. Επιπλέον, υποδεικνύουν μια σύνδεση και όχι σχέση αιτίας αποτελέσματος».
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση British Medical Journal.
Πηγή: https://www.onmed.gr
Πηγή φωτογραφίας: https://secure.gravatar.com