4/5/2023
Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε μελέτη που ανέλυσε δεδομένα για περισσότερους από 20.000 ενήλικες στις ΗΠΑ.
Η απώλεια του «κλινικά σημαντικού» 5% του σωματικού βάρους, δεν εξάλειψε ωστόσο, τους παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου.
Η μελέτη είναι η πρώτη που συγκρίνει στρατηγικές και απώλεια βάρους, στο πλαίσιο του «Life’s Essential 8» της Αμερικανικής Ένωσης Καρδιολογίας, ενός αριθμού παραγόντων που στοχεύουν τη μείωση του κινδύνου καρδιακών παθήσεων. Πρόκειται για ένα σημαντικό εργαλείο που βασίζεται στο σωματικό βάρος, την αρτηριακή πίεση, τη χοληστερόλη, τα επίπεδα σακχάρου, το κάπνισμα, τη σωματική δραστηριότητα, τη διατροφή και ύπνο.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Οχάιο, ανακάλυψαν ότι οι ενήλικες είχαν μέση βαθμολογία 60 στα 100, κάτι που δείχνει ότι υπάρχουν μεγάλα περιθώρια βελτίωσης, ακόμη και σε όσους η διατροφή και η σωματική δραστηριότητα βελτίωσαν τις μετρήσεις.
Τα δεδομένα προήλθαν από 20.305 ενήλικες μέσης ηλικίας 47 ετών που συμμετείχαν στην Εθνική Έρευνα Εξέτασης της Υγείας και της Διατροφής (NHANES) μεταξύ 2007 και 2016. Οι συμμετέχοντες ανέφεραν αν κάπνιζαν, τα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας, τη μέση διάρκεια ύπνου, το ιστορικό βάρους και τις στρατηγικές απώλειας, καθώς και τι είχαν φάει τις προηγούμενες 24 ώρες. Οι ειδικοί υπολόγισαν τον δείκτη μάζας σώματος, την αρτηριακή πίεση, την LDL (κακή) χοληστερόλη και τη γλυκόζη αίματος.
Οι 17.465 συμμετέχοντες είχαν χάσει λιγότερο από το 5% του σωματικού τους βάρους, διατήρησαν το βάρος τους ή είχαν πάρει βάρος τον προηγούμενο χρόνο. Οι 2.840 ανέφεραν σκόπιμη απώλεια τουλάχιστον του 5% του σωματικού τους βάρους στο ίδιο χρονικό διάστημα.
«Η κλινικά σημαντική απώλεια βάρους οδηγεί σε βελτίωση ορισμένων δεικτών υγείας. Οι άνθρωποι θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η απώλεια του 5% του σωματικού τους βάρους έχει σημασία για τη βελτίωση της κλινικής τους εικόνας. Δεν πρόκειται για τεράστια απώλεια βάρους, είναι όμως επιτεύξιμη για τους περισσότερους και ελπίζω ότι θα δώσει κίνητρα στους ανθρώπους αντί να φοβούνται το ενδεχόμενο αποτυχίας» δήλωσε η Colleen Spees, αναπληρώτρια καθηγήτρια ιατρικής διαιτολογίας στη Σχολή Επιστημών Υγείας και Αποκατάστασης στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο και βασική συγγραφέας της μελέτης.
Οι ενήλικες με κλινικά σημαντική απώλεια βάρους, ανέφεραν υψηλότερη ποιότητα διατροφής, ιδιαίτερα σε ότι αφορά στην πρόσληψη πρωτεϊνών, επεξεργασμένων δημητριακών και πρόσθετης ζάχαρης, ήταν περισσότερο δραστήριοι και είχαν χαμηλότερη LDL χοληστερόλη από αυτούς που δεν έχασαν κλινικά σημαντικό αριθμό κιλών. Όσοι έχασαν σημαντικό αριθμό κιλών είχαν υψηλότερο μέσο δείκτη μάζας σώματος, υψηλότερα επίπεδα σακχάρου στο αίμα και κοιμόντουσαν λιγότερο.
Ένα μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων που δεν έχασαν ούτε το 5% του βάρους τους, ανέφεραν ότι παραλείπουν γεύματα ή παίρνουν χάπια αδυνατίσματος για να χάσουν βάρος. Ανέφεραν επίσης ότι ακολουθούσαν δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων ή δίαιτες που επιτρέπουν μόνο την κατανάλωση υγρών, έπαιρναν καθαρτικά ή έκαναν εμετό και κάπνιζαν.
«Πολλοί άνθρωποι υιοθετούν διατροφικές προσεγγίσεις που δεν βασίζονται σε στοιχεία για την απώλεια βάρους, οι οποίες δεν είναι βιώσιμες. Αυτό που είναι βιώσιμο είναι η αλλαγή συμπεριφοράς και διατροφικών προτύπων», είπε η Spees.
Πάνω από το 85% του ενήλικου πληθυσμού των ΗΠΑ θα είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι μέχρι το 2030 (το σημερινό ποσοστό ανέρχεται σε 73%).
«Πρέπει οπωσδήποτε να κινηθούμε προς την πρόληψη της νόσου αντί να περιμένουμε οι άνθρωποι να διαγνωστούν με κάποια νόσο. Αυτό τους επιβαρύνει και αισθάνονται ότι είναι πολύ αργά για να προσπαθήσουν να αντιστρέψουν την κατάσταση», κατέληξε.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Journal of the American Heart Association.
Πηγή: https://www.onmed.gr