ΚεντρικήΥγεία

Παράλυση Bell: Οι αιτίες της εμφάνισης, τα συμπτώματα και η θεραπεία

12/6/2022

Η παράλυση Bell είναι μια σπάνια πάθηση που επηρεάζει το νεύρο του προσώπου και τους μύες. Μπορεί να εμφανιστεί μετά από έρπη ή άλλη ιογενή ασθένεια όπως η γρίπη ή το κρυολόγημα. Μπορεί να παρατηρήσετε πονοκέφαλο και πόνο, συσπάσεις ή αδυναμία στη μία πλευρά του προσώπου σας.

Η παράλυση Bell εκδηλώνεται με οξεία μονόπλευρη αδυναμία του προσώπου, που εκδηλώνεται γρήγορα και φθάνει στο μέγιστό της μέσα σε δύο ημέρες.

Τις επόμενες 48 ώρες περίπου, το μισό του προσώπου σας μπορεί να αρχίσει να πέφτει. Το χαμόγελό σας μπορεί να φαίνεται μονόπλευρο. Ένα από τα βλέφαρά σας μπορεί να πέσει ή μπορεί να έχετε πρόβλημα να κλείσετε αυτό το μάτι. Μπορεί επίσης να παρατηρήσετε απώλεια της αίσθησης της γεύσης, ζάλη, κουδούνισμα στο αυτί σας (εμβοές) ή άλλα συμπτώματα που υποδηλώνουν πρόβλημα με το νεύρο του προσώπου.

Η αδυναμία του προσώπου που συνοδεύει την παράλυση του Bell μπορεί να είναι παρόμοια με αυτή που παρατηρείται σε έναν ασθενή με εγκεφαλικό. Μια επείγουσα αξιολόγηση από τους γιατρούς θα κάνει διάκριση μεταξύ μιας πραγματικής παράλυσης Bell και της παράλυσης προσώπου από ένα εγκεφαλικό.

Πόσο διαρκεί η παράλυση του Bell;

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η παράλυση προσώπου από παράλυση Bell είναι προσωρινή. Είναι πιθανό να παρατηρήσετε σταδιακή βελτίωση μετά από περίπου δύο εβδομάδες. Μέσα σε τρεις μήνες, οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν ανακτήσει πλήρως την κίνηση και τη λειτουργία του προσώπου τους.

Αν η παράλυση του προσώπου δεν βελτιωθεί, υπάρχουν αποτελεσματικές επιλογές θεραπείας. Για την ανακούφιση από τον πόνο οι πάσχοντες μπορούν να χρησιμοποιηθούν αναλγητικά φάρμακα όπως η ασπιρίνη, η παρακεταμόλη ή η ιβουπροφαίνη.

Πότε πρέπει να επισκεφτείτε έναν γιατρό για την παράλυση του Bell;

Ο Kofi Boahene, MD, καθηγητής ωτορινολαρυγγολογίας και διευθυντής της Πλαστικής και Επανορθωτικής Χειρουργικής Προσώπου στο Johns Hopkins εξηγεί ότι αφού διαγνωστείτε με παράλυση Bell, είναι σημαντικό να συμβουλευτείτε έναν ειδικό στα νεύρα του προσώπου. Σημειώνει επίσης ότι για την επίμονη παράλυση του προσώπου, είναι καλύτερο να μην περιμένετε πολύ πριν συμβουλευτείτε έναν ειδικό.

Η θεραπεία της παράλυσης του Bell όπως εξηγεί είναι πιο αποτελεσματικότερη, αν εφαρμοστεί τις πρώτες 72 ώρες και λιγότερο αποτελεσματική μετά από επτά ημέρες.

Η κλινική εικόνα

Τα συμπτώματα από την παράλυση του Bell είναι τα εξής:

  • Σπασμωδικές κινήσεις, αδυναμία ή παράλυση της μίας ή και των δύο μεριών του προσώπου
  • Μούδιασμα στη μεριά της παράλυσης
  • Πτώση του βλεφάρου και της γωνίας του στόματος. Το μάτι που επηρεάζεται δεν κλείνει πλήρως
  • Υπερβολικό δάκρυσμα από το ένα μάτι
  • Διαφυγή σιέλου από το στόμα
  • Ξηρότητα του ματιού ή του στόματος
  • Διαταραχές της γεύσης

Άλλα συμπτώματα περιλαμβάνουν πόνο στην περιοχή της σιαγόνας ή πίσω από το αυτί, βουητό στο ένα ή και στα δύο αυτιά, πονοκέφαλο, αγευσία, υπερευαισθησία στους ήχους από τη πάσχουσα περιοχή, δυσκολίες ομιλίας, ζαλάδες και πρακτικής φύσεως δυσκολίες του ασθενούς όταν τρώει ή πίνει.

Οι επιλογές θεραπείας

Η παράλυση Bell αντιμετωπίζεται με την χορήγηση κορτικοστεροειδών που περιορίζουν την φλεγμονή. Συνιστάται, επίσης, η παράλληλη λήψη βιταμινών του συμπλέγματος B με τη θεωρία ότι βοηθούν την ανάπτυξη των νευρικών κυττάρων.

Επίσης, η φυσιοθεραπεία πιθανώς να βοηθήσει ασθενείς με σοβαρές υπολειμματικές βλάβες μετά την παρέλευση ικανού χρονικού διαστήματος. Να σημειωθεί ωστόσο πως η χειρουργική αποσυμπίεση του νεύρου σπανίως συνίσταται.

Η οφθαλμολογική φροντίδα

Επειδή οι πάσχοντες δεν μπορούν να κλείσουν το ένα βλέφαρο, το μάτι παραμένει συνεχώς ανοικτό με αποτέλεσμα να ξηραίνεται. Κατά συνέπεια μπορεί να προκληθεί ακόμη και εξέλκωση του κερατοειδούς με δυσάρεστες συνέπειες για τον πάσχοντα.

Να σημειωθεί ωστόσο πως το 80-85% των ασθενών αποκαθίσταται πλήρως χωρίς κανένα απολύτως υπόλειμμα σε μια περίοδο 2-3 εβδομάδων. Το ενδεχόμενο να παραμείνουν μόνιμες βλάβες αντιμετωπίζουν οι ασθενείς που εμφανίζουν πλήρη και όχι μερική παράλυση κατά την οξεία φάση της πάθησης. Σε αυτήν την περίπτωση θα υποτροπιάσει στο 7% των πασχόντων μετά από χρονικό διάστημα 10 ετών.

Η χειρουργική επέμβαση

Σε ορισμένα περιστατικά απαιτείται χειρουργική επέμβαση για τη διόρθωση της βλεφαρόπτωσης ή του εκτροπίου του βλεφάρου εάν τα συμπτώματα δεν αποκατασταθούν σε ένα διάστημα εντός 3-6 μηνών.

Πηγή: https://www.onmed.gr

Πηγή φωτογραφίας: https://secure.gravatar.com

Related posts

Θεσσαλονίκη: Ημερίδα με τίτλο «Οι προκλήσεις της οικογένειας στη σύγχρονη εποχή» 

xristiana

Γιατί οφείλεις να εντάξεις τη βιταμίνη Ε στο καθημερινό σου skincare!

xristiana

Έρχεται Το Παζάρι Του Συλλόγου ”Ευ Ζω Με Τον Καρκίνο”

xristiana