12/12/2025
Το πόσο συχνά – και πόσο γρήγορα – πηγαίνετε τουαλέτα δεν είναι απλώς μια καθημερινή λεπτομέρεια που αφορά τη ρουτίνα σας. Στην πραγματικότητα, ο ρυθμός με τον οποίο κινούνται τα κόπρανα μέσα στο έντερο μπορεί να αποκαλύψει εκπληκτικά πολλά για την υγεία ολόκληρου του οργανισμού.
Νέα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν ότι ο χρόνος διέλευσης των κοπράνων συνδέεται στενά με τη σύσταση του εντερικού μικροβιώματος – αυτού του πολύπλοκου οικοσυστήματος μικροοργανισμών που επηρεάζει τα πάντα, από τον μεταβολισμό μέχρι τη λειτουργία του εγκεφάλου. Κι όσο απλό κι αν ακούγεται, ο ρυθμός με τον οποίο πηγαίνουμε τουαλέτα ίσως αποτελεί έναν από τους πιο υποτιμημένους δείκτες υγείας.
Τι δείχνουν οι έρευνες
Ανασκόπηση του 2023, που συγκέντρωσε δεδομένα από δεκάδες μελέτες, έδειξε ότι υπάρχουν σαφείς διαφορές ανάμεσα στο μικροβίωμα του εντέρου όσων έχουν «γρήγορη» και όσων έχουν «αργή» κένωση. Καθώς το ανθρώπινο εντερικό μικροβίωμα συνδέεται άμεσα με την υγεία, τα ευρήματα αυτά ίσως αποκαλύπτουν διαστάσεις που μέχρι σήμερα περνούσαν απαρατήρητες.
Ιδιαίτερα, οι αργοί χρόνοι διέλευσης και η δυσκοιλιότητα έχουν συσχετιστεί με μεταβολικές και φλεγμονώδεις διαταραχές, αλλά και με νευρολογικές παθήσεις όπως η νόσος Πάρκινσον. Η κατανόηση των προφίλ του μικροβιώματος που σχετίζονται με αυτούς τους χρόνους διέλευσης μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη νέων τρόπων αντιμετώπισης και διαχείρισης αυτών των καταστάσεων.
«Λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές στον χρόνο διέλευσης, είτε μεταξύ ανθρώπων, είτε και στον ίδιο άνθρωπο, μπορούμε να προωθήσουμε την κατανόησή μας σχετικά με τις αλληλεπιδράσεις διατροφής–μικροβιώματος και τις μικροβιακές υπογραφές που σχετίζονται με ασθένειες», γράφει η ομάδα των διατροφολόγων Νίκολα Προχάσκoβα και Χένρικ Ρόγκαερ από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, που δημοσίευσε τη σχετική έρευνα στο Gut.
«Συνολικά, απαιτείται καλύτερη κατανόηση των περίπλοκων, αμφίδρομων σχέσεων ανάμεσα στο μικροβίωμα και τον χρόνο διέλευσης για να κατανοήσουμε τις διαφοροποιήσεις του μικροβιώματος σε υγεία και ασθένεια», επισημαίνουν οι ερευνητές, σύμφωνα με το Science Alert.
Πώς έγινε η έρευνα
Γνωρίζουμε ήδη ότι το εντερικό μικροβίωμα – τόσο στη σύστασή του όσο και στη δραστηριότητά του – παίζει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της υγείας. Γνωρίζουμε επίσης ότι μπορεί να επηρεαστεί από πολλούς παράγοντες: την άσκηση, τη διατροφή, ακόμη και διάφορες ασθένειες. Η ομάδα των ερευνητών θέλησε να ανακαλύψει αν παραβλέπουμε κάτι πολύ πιο απλό: πόσο χρόνο περνούν τα μικρόβια μαζί με τα κόπρανα, πριν αυτά φτάσουν τελικά στη λεκάνη.
Για τη μελέτη τους συγκέντρωσαν προηγούμενα ερευνητικά δεδομένα σχετικά με τον χρόνο διέλευσης, τη σύσταση και την υφή των κοπράνων (ως δείκτη του χρόνου διέλευσης), τη διατροφή των συμμετεχόντων, τη σύνθεση του μικροβιώματός τους και τα μεταβολικά προϊόντα που παράγουν τα μικρόβια. Τα αποτελέσματα προήλθαν από μελέτες με χιλιάδες ασθενείς – τόσο υγιείς όσο και άτομα με σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, δυσκοιλιότητα και κίρρωση του ήπατος.
Η κατανόηση του χρόνου διέλευσης δεν είναι τόσο απλή όσο η καταγραφή των ημερήσιων κενώσεων. Μπορεί να περιλαμβάνει ειδικές κάψουλες που καταπίνονται και είναι εφοδιασμένες με αισθητήρες που καταγράφουν την πορεία τους μέσα στο πεπτικό σύστημα.
Μια άλλη μέθοδος είναι η Κλίμακα Κοπράνων του Μπρίστολ, ένα οπτικό διαγνωστικό εργαλείο που ταξινομεί τα κόπρανα ανάλογα με τη σύστασή τους: από σκληρά, μικρά «πετραδάκια» (ένδειξη μακρού χρόνου διέλευσης) έως υδαρή, σχεδόν υγρά κόπρανα (ένδειξη πολύ σύντομου χρόνου διέλευσης). Σε άλλες μελέτες, καταγράφεται πόσο χρόνο χρειάζεται ένα άτομο για να αποβάλει μπλε χρωστική ή σπασμένους κόκκους καλαμποκιού.
Όλες αυτές οι μέθοδοι εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό: να εκτιμηθεί πόσο χρόνο παραμένει το φαγητό στο παχύ έντερο. Όσο μεγαλύτερη η παραμονή, τόσο περισσότερος χρόνος έχουν τα βακτήρια για να ζυμώσουν το περιεχόμενο, να ρυθμίσουν την οξύτητα του εντέρου και να παράγουν μεταβολίτες που επηρεάζουν την υγεία του οργανισμού με διάφορους τρόπους.
Ούτε πολύ γρήγορα, ούτε πολύ αργά, ο μέσος χρόνος είναι ο καλύτερος
Τα αποτελέσματα της ανάλυσης ήταν εντυπωσιακά. Άνθρωποι με γρήγορο χρόνο διέλευσης είχαν εντελώς διαφορετικό μικροβίωμα σε σύγκριση με όσους είχαν αργό χρόνο διέλευσης. Η προσθήκη του χρόνου διέλευσης στα δεδομένα των ασθενών παρείχε καλύτερες προβλέψεις για το μικροβίωμα απ’ ό,τι η ανάλυση της διατροφής και μόνο.
Όπως ήταν αναμενόμενο, όσοι είχαν ταχύτερη διέλευση τείνουν να διαθέτουν μικροβίωμα κυριαρχούμενο από είδη που αναπτύσσονται γρήγορα και ευδοκιμούν σε διατροφή πλούσια σε υδατάνθρακες και χαμηλή σε λιπαρά. Οι πιο αργοί χρόνοι διέλευσης, αντίθετα, συνδέονται συχνά με είδη που ευδοκιμούν με βάση τις πρωτεΐνες.
Και τα δύο άκρα, όμως, παρουσιάζουν μειωμένη ποικιλία μικροβιώματος σε σχέση με τους ανθρώπους που έχουν «μέσο» χρόνο διέλευσης – γεγονός που υποδηλώνει ότι οι ακραίες συνθήκες (πολύ γρήγορη ή πολύ αργή διέλευση) δημιουργούν περιβάλλοντα όπου εξειδικευμένα μικρόβια βγαίνουν νικητές. Αυτό στη συνέχεια μπορεί να δημιουργήσει έναν φαύλο κύκλο, όπου τα κυρίαρχα μικρόβια παράγουν μεταβολίτες που διατηρούν αυτήν την ανισορροπία.
Ένας χρήσιμος δείκτης για την υγεία του εντέρου
Συνολικά, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι ο χρόνος διέλευσης είναι ένα παραγνωρισμένο εργαλείο για την κατανόηση της λειτουργίας του εντέρου, του ρόλου του στη συνολική υγεία και του τρόπου με τον οποίο οι ασθενείς ανταποκρίνονται σε θεραπείες όπως τα προβιοτικά. Ενδεχομένως, μάλιστα, εξηγεί γιατί οι ίδιες συμβουλές για την υγεία του εντέρου δεν λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο για όλους. Δύο άτομα μπορούν να φάνε ακριβώς το ίδιο γεύμα, αλλά να έχουν εντελώς διαφορετική απόκριση – απλώς επειδή τα κόπρανά τους κινούνται με διαφορετική ταχύτητα.
Οι χρόνοι διέλευσης μπορεί ακόμη να επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο το σώμα ανταποκρίνεται σε προβιοτικά, συμπληρώματα ή φάρμακα που αλληλεπιδρούν με το έντερο. Αυτό υποδηλώνει ότι η αναγνώριση του ατομικού «ρυθμού του εντέρου» θα μπορούσε να συμβάλει σε πιο εξατομικευμένες θεραπείες και διατροφικές συστάσεις.
«Ενσωματώνοντας μετρήσεις του χρόνου διέλευσης σε μελέτες που αφορούν το μικροβίωμα, μπορούμε να προωθήσουμε την κατανόηση των δεσμών μεταξύ μικροβιώματος, διατροφής και ασθένειας», καταλήγουν οι ερευνητές. «Τέτοιες γνώσεις μπορεί να είναι καθοριστικές για την πρόληψη, διάγνωση και θεραπεία μιας σειράς παθήσεων, εντός και εκτός του εντέρου, σε όλη τη διάρκεια της ζωής».
