12/9/2025
Οι εκπομπές άνθρακα από τις μεγαλύτερες εταιρείες ορυκτών καυσίμων στον κόσμο συνδέθηκαν άμεσα, για πρώτη φορά, με δεκάδες θανατηφόρους καύσωνες, σύμφωνα με επιστημονική μελέτη. Η μελέτη, σύμφωνα με τον Guardian, χαρακτηρίστηκε ως «άλμα προς τα εμπρός» στη νομική μάχη για την απόδοση ευθυνών στις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες για τις αρνητικές επιπτώσεις που προκαλεί η κλιματική κρίση.
Η μελέτη που δημοσιεύεται στην επιστημονική επιθεώρηση Nature διαπίστωσε ότι οι εκπομπές οποιασδήποτε από τις 14 μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου ήταν από μόνες τους αρκετές για να προκαλέσουν περισσότερους από 50 καύσωνες, οι οποίοι διαφορετικά θα ήταν σχεδόν αδύνατο να συμβούν.
Στην πράξη, οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι συγκεκριμένες εκπομπές αερίων προκάλεσαν τους καύσωνες.
Η ρύπανση από τα ορυκτά καύσιμα της ExxonMobil, για παράδειγμα, κατέστησε 51 καύσωνες τουλάχιστον 10.000 φορές πιο πιθανούς από ό,τι σε έναν πλανήτη που δεν βρισκόταν σε υπερθέρμανση, σύμφωνα με τους ερευνητές. Το ίδιο συνέβη και με τις εκπομπές ρύπων της Saudi Aramco.
Η υπερθέρμανση του πλανήτη κάνει τους καύσωνες πιο συχνούς και πιο έντονους παγκοσμίως, συμβάλλοντας σε τουλάχιστον 500.000 θανάτους κάθε χρόνο που σχετίζονται με την υπερβολική ζέστη.
Η νέα έρευνα διαπίστωσε ότι το σύνολο των εκπομπών από τις 180 εταιρείες που χαρακτηρίζονται ως «carbon majors», ήτοι των πιο ρυπογόνων ομίλων, ευθύνεται για περίπου το μισό της αύξησης της έντασης του φαινομένου, με τις εκπομπές που προέρχονται από την καταστροφή δασών να συνεισφέρουν το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου.
Μάλιστα, ακόμη και οι εκπομπές από εταιρείες που βρίσκονται χαμηλότερα στη λίστα είχαν σημαντικό αντίκτυπο. Η ρύπανση άνθρακα από καθεμία εξ αυτών έκανε 16 καύσωνες τουλάχιστον 10.000 φορές πιο πιθανούς από ό,τι πριν από την κλιματική κρίση.
Σε γενικές γραμμές, οι 213 καύσωνες που μελετήθηκαν από τους επιστήμονες κρίθηκαν πως έγιναν κατά μέσο όρο 200 φορές πιο πιθανοί την περίοδο 2010–2019 λόγω της κλιματικής κρίσης.
«Το να μπορούμε να ανιχνεύσουμε τη συμβολή αυτών των μεμονωμένων εκπομέων και να ποσοτικοποιήσουμε την ευθύνη τους θα μπορούσε να αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμο για την καθιέρωση πιθανής νομικής ευθύνης», δήλωσε η καθηγήτρια Σόνια Σενεβιράτνε, στο πανεπιστήμιο ETH Zurich της Ελβετίας, εκ των συγγραφέων της μελέτης.
Αντιστοίχως ο δρ Νταβίντε Φαράντα, ερευνητής στο Γαλλικό Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας και μέλος της ομάδας τόνισε: «Αυτή η έρευνα προσθέτει ένα κρίσιμο νέο βήμα: συνδέει συγκεκριμένες κλιματικές καταστροφές με τις εταιρείες των οποίων οι εκπομπές τις έκαναν δυνατές. Αυτή η γέφυρα θα μπορούσε να αποτελέσει ακρογωνιαίο λίθο για νομική και πολιτική δράση, ώστε να λογοδοτήσουν οι ρυπαντές».
Το διεθνές δικαστήριο της Χάγης αποφάνθηκε τον Ιούλιο ότι η αποτυχία πρόληψης της κλιματικής ζημιάς μπορεί να οδηγήσει σε υποχρέωση αποζημίωσης, ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο της Γερμανίας έθεσε νομικό προηγούμενο τον Μάιο κρίνοντας ότι οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνες για τη συμβολή τους στην υπερθέρμανση του πλανήτη.
Η αύξηση της μέσης έντασης των καυσώνων αυξήθηκε από 1,4 βαθμούς Κελσίου την περίοδο 2000–2009 σε 2,2 βαθμούς την περίοδο 2020–2023. Οι 213 σημαντικοί καύσωνες που μελετήθηκαν εκδηλώθηκαν από το 2000 έως το 2023 και κάλυψαν κάθε ήπειρο.
Πηγή : https://www.newmoney.gr
Πηγή φωτογραφίας: https://secure.gravatar.com