29/3/2025
Σε νέα που δεν θα προκαλέσουν έκπληξη στο γυναικείο φύλο, επιστήμονες επιβεβαιώνουν πλέον επισήμως πως οι άνδρες δεν… ακούν τόσο καλά όσο οι γυναίκες.
Σύμφωνα με διεθνή επιστημονική έρευνα, οι άνδρες παρουσιάζουν σημαντικά μειωμένη ακουστική ευαισθησία σε σύγκριση με τις γυναίκες – και μάλιστα, αυτό ισχύει σε όλα τα ακουστικά εύρη και σε διαφορετικούς πληθυσμούς ανά τον κόσμο.
Η ανακάλυψη αυτή ίσως εξηγεί γιατί κάποιοι «δεν άκουσαν» το αίτημα να πλύνουν τα πιάτα ή να βγάλουν τα σκουπίδια.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε από διεθνή ομάδα ερευνητών, που πραγματοποίησε ακουστικά τεστ σε 450 άτομα από 13 χώρες – μεταξύ αυτών το Εκουαδόρ, η Αγγλία, η Γκαμπόν, η Νότια Αφρική και το Ουζμπεκιστάν.
Οι επιστήμονες εξέτασαν την ευαισθησία του κοχλία (μέρους του αυτιού που μετατρέπει τους ήχους σε σήματα για τον εγκέφαλο) μετρώντας την απόκριση σε διαφορετικά επίπεδα έντασης και συχνότητας ήχου.
Ενώ είναι ήδη γνωστό ότι γενικά το δεξί αυτί έχει καλύτερη απόκριση από το αριστερό και ότι η ακοή φθίνει με την ηλικία, οι ερευνητές αιφνιδιάστηκαν από το πόσο έντονα επηρεάζει η βιολογική φύση του φύλου την ακουστική ικανότητα.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το φύλο επηρεάζει την ακοή περισσότερο απ’ ό,τι η ηλικία, με τις γυναίκες να εμφανίζουν κατά μέσο όρο δύο ντεσιμπέλ μεγαλύτερη ευαισθησία σε όλες τις πληθυσμιακές ομάδες.
Παρότι πρόκειται για μια φαινομενικά μικρή διαφορά στην ένταση, οι επιστήμονες υπογραμμίζουν πως είναι στατιστικά σημαντική.
Η καθηγήτρια Τούρι Κινγκ, από το Πανεπιστήμιο του Μπαθ και συν-συγγραφέας της μελέτης, σχολίασε:
«Μας εξέπληξε το γεγονός ότι οι γυναίκες είχαν δύο ντεσιμπέλ μεγαλύτερη ακουστική ευαισθησία σε όλους τους πληθυσμούς. Αυτό εξηγεί μεγάλο μέρος της διακύμανσης που παρατηρήθηκε μεταξύ των ατόμων. Πιθανόν να οφείλεται σε διαφορετική ορμονική έκθεση κατά την ανάπτυξη στη μήτρα ή σε μικρές ανατομικές διαφορές στον κοχλία».
Η ίδια προσθέτει πως οι γυναίκες όχι μόνο ακούν πιο ευαίσθητα, αλλά παρουσιάζουν και καλύτερες επιδόσεις σε ακουστικά τεστ και στην κατανόηση ομιλίας, κάτι που δείχνει ότι ο εγκέφαλός τους επεξεργάζεται καλύτερα τις ηχητικές πληροφορίες.
Ωστόσο, προειδοποιεί: «Η ευαισθησία στον ήχο δεν είναι πάντα θετικό πράγμα. Ο θόρυβος έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζει αρνητικά την υγεία – από την ποιότητα ύπνου μέχρι και την καρδιαγγειακή λειτουργία».
Σημαντικός παράγοντας το περιβάλλον
Η έρευνα διαπίστωσε επίσης ότι το περιβάλλον στο οποίο ζει κανείς είναι ο δεύτερος πιο καθοριστικός παράγοντας για την ακοή.
Οι άνθρωποι που ζουν σε δασικές περιοχές είχαν την υψηλότερη ακουστική ευαισθησία, ενώ όσοι ζουν σε μεγάλα υψόμετρα παρουσίασαν τη χαμηλότερη. Οι επιστήμονες εικάζουν πως η υψηλή ευαισθησία σε δασικά περιβάλλοντα ενδέχεται να αποτελεί εξέλιξη προσαρμογής σε ηχητικά πλούσιες περιοχές, όπου η προσοχή είναι κρίσιμη για την επιβίωση – ή απλώς να σχετίζεται με χαμηλότερη έκθεση σε ρύπανση.
Αντίθετα, η μειωμένη ακουστική ικανότητα σε μεγάλο υψόμετρο μπορεί να συνδέεται με τη μειωμένη πίεση του αέρα, τη χαμηλότερη ένταση ήχου στο περιβάλλον ή την προσαρμογή του οργανισμού σε λιγότερο οξυγόνο.
Διαφορά εντοπίστηκε και μεταξύ αστικών και αγροτικών πληθυσμών. Όσοι ζουν σε πόλεις παρουσίασαν στροφή της ακοής προς υψηλότερες συχνότητες, κάτι που οι ερευνητές συνδέουν με την ανάγκη του εγκεφάλου να «φιλτράρει» τους χαμηλούς ήχους, όπως η κυκλοφορία.
Η δρ Πατρίσια Μπαλαρέσκ, επικεφαλής της έρευνας από το Κέντρο Βιοποικιλότητας και Περιβαλλοντικής Έρευνας στην Τουλούζη, δήλωσε:
«Τα ευρήματά μας αμφισβητούν παγιωμένες αντιλήψεις και δείχνουν την ανάγκη να λαμβάνουμε υπόψη τόσο βιολογικούς όσο και περιβαλλοντικούς παράγοντες όταν μελετάμε την ακοή. Κατανοώντας καλύτερα τις φυσικές διαφορές στην ακοή, θα μπορέσουμε να προσεγγίσουμε πιο αποτελεσματικά ζητήματα όπως η απώλεια ακοής και η δυσανεξία στον θόρυβο».