12/11/2024
Οι άνδρες που πάσχουν τόσο από διαβήτη όσο και από νεφρική νόσο, θα αναπτύξουν προβλήματα υγείας της καρδιάς 28 χρόνια νωρίτερα από εκείνους που δεν πάσχουν από καμία από τις δύο παθήσεις, σύμφωνα με όσα ανέφεραν ερευνητές σε συνάντηση της Αμερικανικής Ένωσης Καρδιολογίας, στο Σικάγο.
Οι γυναίκες με διαβήτη και νεφρική νόσο θα αναπτύξουν καρδιακά προβλήματα 26 χρόνια νωρίτερα.
«Τα ευρήματά μας βοηθούν στην ερμηνεία του συνδυασμού των παραγόντων κινδύνου που θα οδηγήσουν σε υψηλό κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου και σε ποια ηλικία έχουν αντίκτυπο στον κίνδυνο», δήλωσε η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Vaishnavi Krishnan, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Northwestern του Σικάγο και φοιτήτρια Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βοστώνης.
«Για παράδειγμα, εάν κάποιος έχει οριακά αυξημένα επίπεδα αρτηριακής πίεσης, γλυκόζης και/ή διαταραγμένη νεφρική λειτουργία, αλλά δεν έχει ακόμη υπέρταση ή διαβήτη ή χρόνια νεφρική νόσο, ο κίνδυνος μπορεί να μην εντοπιστεί», δήλωσε η Krishnan.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα ομοσπονδιακής έρευνας υγείας από το 2011 έως το 2020 για να δημιουργήσουν προφίλ καρδιακού κινδύνου για άτομα που πάσχουν από διαβήτη τύπου 2, νεφρική νόσο ή και τα δύο.
Η νεφρική νόσος και ο διαβήτης τύπου 2 είναι δύο από τις τέσσερις συνιστώσες του καρδιαγγειακού-νεφρομεταβολικού συνδρόμου (CKM), το οποίο η καρδιολογική ένωση ορίζει ως τον συνολικό κίνδυνο για την υγεία που προκύπτει από την αλληλεπίδραση της καρδιακής νόσου, των νεφρικών προβλημάτων, του διαβήτη και της παχυσαρκίας.
Τα ευρήματα δείχνουν ότι οι ενήλικες με χρόνια νεφρική νόσο αναπτύσσουν υψηλότερο κίνδυνο καρδιακής νόσου οκτώ χρόνια νωρίτερα από εκείνους με υγιείς νεφρούς.
Ομοίως, τα άτομα με διαβήτη τύπου 2 έχουν αυξημένο κίνδυνο καρδιακής νόσου περίπου μια δεκαετία νωρίτερα από τα άτομα χωρίς διαβήτη.
Ο συνδυασμός των δύο παθήσεων ωστόσο, αυξάνει ακόμη περισσότερο τον κίνδυνο για την υγεία της καρδιάς, διαπίστωσαν οι ερευνητές.
Οι γυναίκες με διαβήτη τύπου 2 και νεφρική νόσο έχουν υψηλότερο κίνδυνο καρδιακής νόσου από την ηλικία των 42 ετών και οι άνδρες από την ηλικία των 35 ετών. Αυτό είναι 26 και 28 χρόνια νωρίτερα, αντίστοιχα, σε σύγκριση με τα άτομα χωρίς τα δύο προβλήματα υγείας, διαπίστωσαν οι ερευνητές.
«Αυτό είναι ένα πρώιμο βήμα στη διαδικασία κατανόησης του τρόπου λειτουργίας ενός μοντέλου κινδύνου», δήλωσε η ερευνήτρια Δρ. Sadiya Khan, καθηγήτρια καρδιαγγειακής επιδημιολογίας και αναπληρώτρια καθηγήτρια καρδιολογίας, ιατρικών κοινωνικών επιστημών και προληπτικής ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Northwestern.
Πηγή: https://www.onmed.gr
Πηγή φωτογραφίας: https://secure.gravatar.com