30/9/2024
Η περιεμμηνόπαυση ξεκινά αρκετά χρόνια πριν την εμμηνόπαυση και μπορεί να διαρκέσει από τέσσερα έως οκτώ χρόνια πριν η γυναίκα μπει στη φάση της εμμηνόπαυσης.
Σε αυτό το διάστημα, οι ωοθήκες παράγουν λιγότερες γυναικείες ορμόνες, κάτι που προκαλεί αλλαγές στη διάθεση, εξάψεις, νυχτερινές εφιδρώσεις, κόπωση, χαμηλή λίμπιντο και προβλήματα ύπνου.
«Οι διαταραχές ύπνου είναι ένα από τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα που βιώνουν οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της περιεμμηνόπαυσης – ωστόσο, η κατανόηση της υποκείμενης φυσιολογίας και, το σημαντικότερο, των θεραπευτικών επιλογών, παραμένει περιορισμένη», δήλωσε η Έιμι Ντιβαρανίγια, ιδρύτρια και διευθύνουσα σύμβουλος της Oova – μιας εταιρείας που επικεντρώνεται στη χρήση βιοδεικτών για την υγεία των γυναικών. «Η αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική βελτίωση της ποιότητας του ύπνου, η οποία μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο στη συνολική ευημερία μιας γυναίκας» πρόσθεσε.
Οι ερευνητές μελέτησαν 503 γυναίκες μέσης ηλικίας 44 ετών. Όλες οι συμμετέχουσες χρησιμοποίησαν το κιτ παρακολούθησης ορμονών της Oova για την περιεμμηνόπαυση.
Κάθε κιτ περιλαμβάνει τεστ πολλαπλών ορμονών με βάση τα ούρα που μετρούν βασικούς βιοδείκτες, όπως η ωχρινοτρόπος ορμόνη (LH), η προγεστερόνη (PdG) και τα οιστρογόνα (E3G), σε συνδυασμό με μια πλατφόρμα για την παρακολούθηση δεδομένων σε πραγματικό χρόνο.
Οι γυναίκες που χρησιμοποιούν το κιτ μπορούν να παρακολουθούν τις πραγματικές διακυμάνσεις των ορμονών τους κατά τη διάρκεια του μήνα.
«Οι γυναίκες μπορούν να επιβεβαιώσουν την ορμονική δραστηριότητα που σχετίζεται με την περιεμμηνόπαυση, να παρακολουθήσουν μοναδικά σωματικά συμπτώματα, να εντοπίσουν τις γόνιμες μέρες τους και να παρακολουθήσουν τα ορμονικά πρότυπα όταν υποβάλλονται σε θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης (HRT)», εξήγησε η ερευνήτρια.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οι συμμετέχουσες που ανέφεραν ότι κοιμόντουσαν από έξι έως εννέα ώρες τη νύχτα εμφάνισαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα E3G σε σύγκριση με εκείνες που κοιμόντουσαν από τρεις έως έξι ώρες.
Οι ερευνητές δεν ανέφεραν αξιοσημείωτες διαφορές στα επίπεδα LH και PdG σε διαφορετικές διάρκειες ύπνου.
«Με έκπληξη διαπιστώσαμε μια τόσο σημαντική συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων E3G και των ωρών ύπνου που κοιμόντουσαν οι γυναίκες κάθε βράδυ», είπε η επιστήμονας.
«Μόλις εξετάσαμε τα αποτελέσματα, είδαμε ότι ήταν πολύ λογικό. Όταν τα επίπεδα οιστρογόνων είναι χαμηλά, τα επίπεδα κορτιζόλης είναι συνήθως υψηλότερα. Η κορτιζόλη, που συχνά αναφέρεται ως η ορμόνη του στρες, απελευθερώνεται ως απάντηση στο στρες. Τα αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης μπορεί να προκαλέσουν διαταραχές στον ύπνο και να αυξήσουν τα επίπεδα άγχους. Εάν αυτό το εύρημα επιβεβαιωθεί, θα μπορούσε να βελτιώσει σημαντικά τη ζωή των γυναικών που αντιμετωπίζουν προβλήματα με τον ύπνο κατά τη διάρκεια αυτής της μετάβασης» πρόσθεσε.
«Η μελέτη μας υπογραμμίζει ένα κρίσιμο βήμα σε μια πιθανή πορεία, φέρνοντάς μας πιο κοντά στη δημιουργία αποτελεσματικών λύσεων. Σκοπεύουμε να πραγματοποιήσουμε παρόμοιες αναλύσεις σε πολλά άλλα συμπτώματα που παρακολουθούνται στην πλατφόρμα της Oova για να δούμε αν μπορούν να εντοπιστούν παρόμοια ορμονικά μοτίβα» κατέληξε η ερευνήτρια.
Τα ευρήματα παρουσιάστηκαν στην ετήσια συνάντηση της Εταιρείας Εμμηνόπαυσης.
Πηγή: https://www.onmed.gr
Πηγή φωτογραφίας: https://secure.gravatar.com