22/5/2024
Νέες έρευνες επιβεβαιώνουν ότι τα ευρέως διαδεδομένα φάρμακα για την απώλεια βάρους, που λαμβάνουν πλέον εκατομμύρια άνθρωποι για να χάσουν κιλά, μπορούν να προκαλέσουν στομαχική παράλυση σε ορισμένους ασθενείς.
“Αν και αυτά τα φάρμακα λειτουργούν και θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον σωστό λόγο, θέλουμε απλώς να προειδοποιήσουμε όλους ότι εάν αποφασίσετε να τα ξεκινήσετε, να είστε προετοιμασμένοι ότι έχετε 30% πιθανότητες για παρενέργειες του γαστρεντερικού συστήματος. Το φάρμακο μπορεί να χρειαστεί να διακοπεί”, είπε στο CNN ο δρ. Prateek Sharma, καθηγητής ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου του Κάνσας, που διεξήγαγε μία από τις μελέτες.
Η έρευνά του ήταν η μία από τις δύο σχετικές, που παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο της Εβδομάδας Πεπτικών Νοσημάτων 2024 (DDW), που έγινε στην Ουάσιγκτον. Καμία από τις δύο δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα σε ιατρικό περιοδικό επιστημονικής επιθεώρησης, επομένως τα αποτελέσματα και συμπεράσματα θεωρούνται προς το παρόν προκαταρκτικά.
Αυτές οι έρευνες αφορούν φάρμακα, όπως το Ozempic, το Wegovy, το Zepbound και το Mounjaro που έχουν πραγματικά βοηθήσει πολλούς ανθρώπους να χάσουν τουλάχιστον το 10% του αρχικού τους βάρους. Αλλά έχουν και παρενέργειες.
Γιατί τα φάρμακα απώλειας βάρους μπορεί να προκαλέσουν παράλυση στομάχου
Αυτά τα φάρμακα, που είναι γνωστά και ως αγωνιστές GLP-1, περιορίζουν την πείνα επιβραδύνοντας την κίνηση της τροφής μέσω του στομάχου. Βοηθούν επίσης το σώμα να απελευθερώσει περισσότερη ινσουλίνη και να στείλει σήματα στον εγκέφαλο που περιορίζουν την λαχτάρα για φαγητό.
Αλλά σε μερικούς ανθρώπους, μπορεί επίσης να προκαλέσουν κρίσεις εμετού και να επιβραδύνουν το στομάχι τόσο πολύ, ώστε να οδηγήσουν σε μια κατάσταση που ονομάζεται γαστροπάρεση.
Αν και η γαστροπάρεση συνήθως βελτιώνεται μετά τη διακοπή του φαρμάκου, ορισμένοι ασθενείς ισχυρίζονται ότι η κατάστασή τους δεν βελτιώθηκε μήνες αφότου σταμάτησαν να το παίρνουν.
Σε μια μελέτη, ερευνητές στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Κλίβελαντ εξέτασαν εκατομμύρια αρχεία ασθενών από 80 οργανισμούς υγείας. Εστίασαν σε ενήλικες που ήταν παχύσαρκοι, αλλά δεν είχαν διαβήτη και δεν είχαν διαγνωστεί με γαστροπάρεση ή παγκρεατίτιδα για τουλάχιστον 6 μήνες πριν ξεκινήσουν κάποιο φάρμακο GLP-1. Τα ιατρικά αρχεία 286.000 ασθενών συμπεριλήφθηκαν στην μελέτη.
Μεταξύ εκείνων που έλαβαν συνταγογράφηση φαρμάκου GLP-1 για απώλεια βάρους, 10 στους 10.000 (0,1%) διαγνώστηκαν με γαστροπάρεση τουλάχιστον 6 μήνες αργότερα. Εν τω μεταξύ, μόνο 4 στα 10.000 άτομα (0,04%) που δεν έπαιρναν τα φάρμακα (και είχαν παρόμοιους παράγοντες κινδύνου και άλλες παραμέτρους) εμφάνισαν στομαχική παράλυση.
Αν και ο συνολικός κίνδυνος για οποιονδήποτε ασθενή παραμένει μικρός, η διαφορά ανήλθε σε 52% αυξημένο κίνδυνο να διαγνωστεί κάποιος με στομαχική παράλυση, εφόσον παίρνει ή έπαιρνε φάρμακο τύπου GLP-1.
Η δεύτερη μελέτη, με επικεφαλής τον δρ. Sharma, χρησιμοποίησε επίσης αρχεία από μια βάση δεδομένων ερευνητικού δικτύου. Στην ανάλυση συμπεριλήφθηκαν αρχεία από σχεδόν 300.000 ασθενείς.
Σε σύγκριση με εκείνους που δεν έπαιρναν φάρμακο GLP-1, εκείνοι που έπαιρναν είχαν περίπου 66% περισσότερες πιθανότητες να διαγνωστούν με γαστροπάρεση.
Οι ασθενείς που έπαιρναν τα φάρμακα ήταν επίσης πιο πιθανό:
- να εμφανίσουν ναυτία, έμετο ή γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση
- να αφαιρέσουν τη χοληδόχο κύστη τους και
- να εμφανίσουν παγκρεατίτιδα εξαιτίας φαρμάκων
Ο δρ. Sharma επισήμανε, ότι η μελέτη του περιελάμβανε άτομα που είχαν διαβήτη τόσο στην ομάδα που λάμβανε τα φάρμακα GLP-1 όσο και στην ομάδα σύγκρισης, και παρόλα αυτά βρήκαν υψηλότερη συχνότητα παράλυσης στομάχου σε όσους έπαιρναν τα φάρμακα, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο διαβήτης από μόνος του δεν ήταν ένοχος για τη γαστροπάρεση.
“Το φάρμακο απώλειας βάρους ήταν το μοναδικό πράγμα που ήταν διαφορετικό μεταξύ αυτών των δύο ομάδων. Αποδεικνύουμε ότι όλες οι παρενέργειες ή τα συμπτώματα του γαστρεντερικού συστήματος (ναυτία, έμετος και γαστροπάρεση) ήταν σημαντικά υψηλότερα στους λήπτες GLP-1 σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου”, δήλωσε ο δρ. Sharma, ο οποίος είναι επίσης εκλεγμένος πρόεδρος της Αμερικανικής Εταιρείας Γαστρεντερικής Ενδοσκόπησης.
Γιατί μαθαίνουμε μόλις τώρα για την πιθανότητα γαστροπάρεσης από φάρμακα απώλειας βάρους
Παρά το γεγονός ότι αυτά τα φάρμακα έχουν μελετηθεί εκτενώς, ο δρ. Sharma πιστεύει, ότι η γαστροπάρεση είναι αρκετά σπάνια ώστε δεν εμφανίστηκε στις αρχικές κλινικές δοκιμές, επειδή δεν συμπεριλήφθηκαν αρκετοί ασθενείς.
“Απαιτούνται εκατοντάδες χιλιάδες ασθενείς για να καταλήξει κανείς σε αυτά τα συμπεράσματα και γι’ αυτό νομίζω ότι αυτές οι μελέτες βάσης δεδομένων είναι πολύ σημαντικές”, είπε ο ίδιος.
Ένας άλλος λόγος που μπορεί να είχε χαθεί αυτή η παρενέργεια στις κλινικές δοκιμές ήταν ο τρόπος με τον οποίο οι ερευνητές συνήθως δοκιμάζουν το φάρμακο, είπε στο CNN ο δρ. Michael Camilleri, γαστρεντερολόγος στην Mayo Clinic, ο οποίος έχει μελετήσει τη γαστροπάρεση με το φάρμακο GLP-1 λιραγλουτίδη (liraglutide).
“Είναι πολύ σημαντικό, αν πρόκειται να μελετήσει κανείς το πρόβλημα με τη γαστρική κένωση, να εξετάσει τη γαστρική κένωση των στερεών, όχι των υγρών, επειδή τα υγρά διέρχονται πιο γρήγορα από τα στερεά (…) Όταν οι φαρμακευτικές εταιρείες έκαναν την αξιολόγηση των επιδράσεων αυτής της κατηγορίας φαρμάκων στη γαστρική κένωση, συνήθως χρησιμοποιούσαν μια μέθοδο που αξιολογεί την κένωση υγρών από το στομάχι”, είπε.
Πηγές: healthday.com, cnn.com
Πηγή: https://www.onmed.gr