4/9/2023
Ένας νέος βιοδείκτης που ελέγχεται με μια απλή εξέταση αίματος, έρχεται να δώσει διάγνωση στη νόσο Αλτσχάιμερ με μεγάλη ακρίβεια. Ο βιοδείκτης p-tau217 μπορεί με υψηλή ακρίβεια να εντοπίσει ή να αποκλείσει την αμυλοείδωση του εγκεφάλου, την πιο σημαντική και πρώιμη βλάβη που προκαλεί η νόσος.
Ερευνητές από τα Πανεπιστήμια του Γκέτεμποργκ της Σουηδίας και Λούντ και Μόντρεαλ του Καναδά, δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη τους στο Nature Aging.
Τα τελευταία χρόνια, καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια για την ανάπτυξη βιοδεικτών που μέσω εξετάσεων αίματος θα μπορούσαν να διαγνώσουν τη νόσο Αλτσχάιμερ. Οι επιστήμονες έχουν εστιάσει στην πρωτεΐνη Tau, ιδιαίτερα τη φωσφορυλιωμένη παραλλαγή της (p-tau), ως μια από τις κύριες πρωτεΐνες που εμπλέκονται στην παθολογία της νόσου Αλτσχάιμερ.
Οι νέοι βιοδείκτες p-tau με βάση το αίμα, ειδικά μια παραλλαγή που ονομάζεται p-tau217, έχουν δείξει πολλά υποσχόμενα ως κλινικά χρήσιμα εργαλεία για τον έλεγχο ασθενών με προβλήματα μνήμης ή άλλα πρώιμα γνωστικά συμπτώματα που υποδηλώνουν πρώιμη νόσο του Αλτσχάιμερ.
Παρόλα αυτά, παραμένουν οι ανησυχίες για την ακρίβεια των αποτελεσμάτων, σε ότι αφορά τα ψευδώς θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα, ιδίως όταν η νόσος επιβεβαιώνεται από άλλες εξετάσεις όπως η απεικόνιση των αμυλοειδών πλακών με PET/CT (αξονική τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων).
Λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο τις ηθικές και ψυχολογικές ανησυχίες που προκαλούνται από πιθανή λανθασμένη διάγνωση, αλλά και το υψηλό κόστος και τους πιθανούς ιατρικούς κινδύνους από την έναρξη θεραπειών σε άτομα που δεν πάσχουν από τη νόσο), οι επιστήμονες στο Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ και οι συνεργάτες τους ανέπτυξαν μια νέα στρατηγική για την κλινική εφαρμογή βιοδεικτών αίματος.
Δύο βήματα για τη διάγνωση
Οι ερευνητές υιοθέτησαν ένα μοντέλο δύο σταδίων.
Το πρώτο βήμα αφορά ένα διαγνωστικό μοντέλο που βασίζεται στο p-tau217 πλάσματος, σε συνδυασμό με την ηλικία και το APOE e4, για να προσδιορίσουν ασθενείς με ήπια γνωστική εξασθένηση (MCI) ως προς τον κίνδυνο θετικότητας σε PET/CT αμυλοειδούς.
Το δεύτερο βήμα περιλαμβάνει τεστ επιβεβαίωσης με βάση την αναλογία 2 βασίζεται σε επιβεβαιωτικές δοκιμές με τη αναλογία των β αμυλοειδών 42 και 40 στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό ή σε PET/CT αμυλοειδούς. Η διαδικασία αυτή θα εφαρμόζεται σε άτομα με αβέβαια αποτελέσματα από το πρώτο βήμα.
Το μοντέλο των δύο βημάτων αξιολογήθηκε σε 348 ασθενείς με ήπια γνωστική εξασθένιση από τις σουηδικές μελέτες BioFINDER (Πανεπιστήμιο Lund) και επικυρώθηκε στην ανεξάρτητη ομάδα TRIAD (Πανεπιστήμιο McGill, Μόντρεαλ, Καναδάς) χρησιμοποιώντας επίσης μια ανεξάρτητη μέθοδο για την ανάλυση του p-tau217 πλάσματος.
Υψηλή ακρίβεια
Το μοντέλο αξιολογήθηκε σε τρεις διαφορετικές στρατηγικές ορίων, για την κατηγοριοποίηση των ασθενών με παθολογία που μοιάζει με νόσο Αλτσχάιμερ, σε ομάδες ανάλογα με τον βαθμό του κινδύνου (χαμηλό, μέσο και υψηλό) να είναι θετικοί σε εξέταση του β αμυλοειδούς.
Στα αυστηρά κατώτατα όρια ευαισθησίας και ειδικότητας με 97,5% ευαισθησία (για να αποφευχθεί η μη ανίχνευση ασθενών που είναι θετικοί στην εξέταση του β αμυλοειδούς), μόλις 6,6% βρέθηκαν ψευδώς αρνητικά, ενώ η αυστηρή ειδικότητα 97,5% (για να αποφευχθεί η ταξινόμηση των ασθενών που είναι αρνητικοί στην εξέταση του β αμυλοειδούς υψηλού κινδύνου») έδωσε μόνο το 2,3% ψευδώς θετικά.
Στα αυστηρά όρια ευαισθησίας/ειδικότητας, το 41% των ασθενών ανήκε στην ομάδα ενδιάμεσου κινδύνου (έναντι 29% των ασθενών για τα όρια του 95%).
Περαιτέρω αξιολογήσεις αυτής της ομάδας με τεστ αναλογίας των β αμυλοειδών 42 και 40 στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό, έδειξαν συμφωνία κατά 86% με τα αποτελέσματα απεικόνισης PET αμυλοειδούς. Τα αποτελέσματα επαληθεύτηκαν από την ανεξάρτητη ομάδα ασθενών του McGill.
Προσυμπτωματικός έλεγχος
Το μοντέλο των δύο σταδίων με βάση το p-tau217 πλάσματος για τον προσδιορισμό του κινδύνου ασθενών με ήπια γνωστική εξασθένιση σε υψηλό, χαμηλό και ενδιάμεσο κίνδυνο εμφάνισης αμυλοείδωσης και πρώιμης παθολογίας νόσου Αλτσχάιμερ, έδειξε ότι μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στην ανάγκη για επιβεβαιωτικό έλεγχο με εξέταση εγκεφαλονωτιαίου υγρού ή απεικόνιση με PET/CT.
Συγκεκριμένα, στους ασθενείς υψηλού κινδύνου, εφόσον προκύψει διάγνωση να ξεκινήσουν συμπτωματική θεραπεία ή αν δεν υπάρχει διάγνωση ακόμη, μπορεί ενδεχομένως μελλοντικά να παραπεμφθούν για έναρξη εξειδικευμένης θεραπείας τροποποιητικής της νόσου.
Στην ομάδα χαμηλού κινδύνου, η νόσος Αλτσχάιμερ μπορεί να αποκλειστεί με υψηλό βαθμό βεβαιότητας.
Η ομάδα ενδιάμεσου κινδύνου περιλαμβάνει μόνο το ένα τρίτο των ασθενών περίπου, γεγονός που αναμένεται να μειώσει ουσιαστικά την ανάγκη για επιβεβαιωτικό έλεγχο εγκεφαλονωτιαίου υγρού ή PET στην εξειδικευμένη κλινική, και συνεπώς εξοικονόμηση κόστους για την κοινωνία.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη μελέτη η χρήση του νέου βιοδείκτη, ανάλογα αν χρησιμοποιήθηκαν ήπια, μέτρια ή αυστηρά όρια στο βήμα 1, η ακρίβεια ροής εργασιών για την ανίχνευση της κατάστασης PET β – αμυλοειδούς ήταν 88,2%, 90,5% και 92,0%, αντίστοιχα, ενώ μείωσε τον αριθμό των απαραίτητων τεστ εγκεφαλονωτιαίου υγρού κατά 85,9 %, 72,7% και 61,2%, αντίστοιχα.
Πηγή: https://www.in.gr
Πηγή φωτογραφίας: https://secure.gravatar.com