Ο Ντέιβιντ Χόκνεϊ (David Hockney) είναι άγγλος ζωγράφος, σχεδιαστής, χαράκτης, φωτογράφος και σκηνογράφος, από τους δημοφιλέστερους εικαστικούς καλλιτέχνες του 20ού αιώνα. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από οικονομία τεχνικής, συνεχή μέριμνα για το φως και έναν ειλικρινή, γήινο ρεαλισμό, προερχόμενο από την Ποπ Αρτ και τη φωτογραφία.
Ο Ντέιβιντ Χόκνεϊ γεννήθηκε στις 9 Ιουλίου 1936 στο Μπράντφορντ της Αγγλίας.
Σπούδασε καλές τέχνες στο Κολέγιο του Μπράντφορντ (1953- 1957) και στο Βασιλικό Κολλέγιο Τέχνης του Λονδίνου (1959-1962). Κατά τη διάρκεια των σπουδών του δέχτηκε την επίδραση του αμερικανού καλλιτέχνη Ρόμπερτ Κιτάι, ο οποίος τον έστρεψε προς την εικονιστική ζωγραφική και τη χρήση λογοτεχνικών πηγών έμπνευσης. Επηρεάστηκε επίσης από τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό των αμερικανών καλλιτεχνών Τζάκσον Πόλοκ και Μαρκ Ρόθκο.
Το 1961 επισκέφθηκε για πρώτη φορά τις ΗΠΑ κι επέστρεψε τρία χρόνια αργότερα για να διδάξει στα πανεπιστήμια της Άιοβα, του Κολοράντο και της Καλιφόρνιας. Έγινε γνωστός με μια σειρά του από 16 χαλκογραφίες υπό τον γενικό τίτλο «The Rake’s Progress» («Η πορεία ενός ακόλαστου», 1961-1963), που συνδύαζαν την εντύπωση που του είχε προκαλέσει ο ανάλογος κύκλος έργων του συμπατριώτη του ζωγράφου Γουίλιαμ Χόγκαρθ (1697-1764) με τις εμπειρίες του από την πρώτη του επίσκεψη στις ΗΠΑ. Την περίοδο 1963-19677 έζησε στην Καλιφόρνια, όπου και ζωγράφισε τους γνωστούς πίνακές του με πισίνες και άλλα στοιχεία του καλιφορνέζικου τοπίου.
Πολλά από τα θέματα των έργων του είναι αυτοβιογραφικά και περιλαμβάνουν προσωπογραφίες, αυτοπροσωπογραφίες και ήσυχες, απροσχεδίαστες σκηνές με τους φίλους του και το σπίτι του (λ.χ. «Προσωπογραφία ενός καλλιτέχνη», 1972). Η ανεπιτήδευτη κομψότητα και η γαλήνια φωτεινότητα των έργων αυτών κυριαρχεί και στις νεκρές φύσεις του.
Το πληθωρικό του έργο περιλαμβάνει επίσης, εκτός από τους πίνακές του, σχέδια για εικονογραφήσεις βιβλίων, χαρακτικά, σκηνικά και κοστούμια για όπερες και μπαλέτα, πειραματισμούς με τη χρήση φωτογραφιών και μια σειρά από περίπλοκα, κυβιστικής έμπνευσης, φωτομοντάζ.
To 2005 το ελληνικό φιλότεχνο κοινό είχε την ευκαιρία να γνωρίσει το χαρακτικό του έργο μέσα από την έκθεση «Λέξεις και Εικόνες», που φιλοξενήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη. Από τα 87 έργα του χαρακτικής που εκτέθηκαν ξεχώρισαν τα 16 χαρακτικά εμπνευσμένα από τον Χόγκαρθ και 12 με θέματα από ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη.
Ο Χόκνεϊ έγραψε διάφορα βιβλία, μεταξύ των οποίων «Ο Χόκνεϊ από τον Χόκνεϊ» («Hockney by Hockney», 1976), «Ταξίδια με πένα, μολύβι και μελάνι» («Τravels With Pen, Pencil and Ink», 1978), «Ντέιβιντ Χόκνεϊ: Φωτογραφίες» («David Hockney Photographs», 1982) και «Ο Χόκνεϊ ζωγραφίζει τη σκηνή» (Hockney Paints the Stage», 1983).
Στις 15 Νοεμβρίου 2018, έγινε ο ακριβότερος εν ζωή εικαστικός καλλιτέχνης, όταν ο πίνακάς του «Προσωπογραφία ενός καλλιτέχνη» («Pοrtrait of an Artist) πουλήθηκε αντί 90,3 εκατομμυρίων δολαρίων σε δημοπρασία του οίκου Christie’s στη Νέα Υόρκη, εκθρονίζοντας το γλυπτό «Ballon Dog» (Orange) του Τζεφ Κουνς, που είχε πουληθεί αντί 58,4 εκατ. δολαρίων το 2013, επίσης από τον οίκο Christie’s στη Νέα Υόρκη. Ο Κουνς ξαναπήρε το ρεκόρ τον Μάιο του 2019 με το γλυπτό του «Rabbit», που πουλήθηκε αντί 91,1 εκατ. δολαρίων σε δημοπρασία των Christie’s.
Πηγή: https://www.sansimera.gr