4/1/2023
H σχέση μεταξύ εισοδήματος και υγείας είναι ήδη γνωστή και θεωρείται ισχυρότερη στην ενήλικη ζωή, όμως ξεκινά από την πρώιμη παιδική ηλικία.
Οι διαφορές στην πρόσβαση σε περίθαλψη ανάλογα με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, οδηγούν σε μεγαλύτερη θνησιμότητα στα χαμηλά εισοδήματα. Το γεγονός αυτό, ενδεχομένως να αντανακλά στη συσσώρευση προβλημάτων υγείας από την παιδική ηλικία σε οικογένειες με χαμηλότερο εισόδημα.
Νέα μελέτη στις ΗΠΑ που δημοσιεύθηκε στο JAMA, επιχειρεί να διερευνήσει τη σύνδεση του οικογενειακού εισοδήματος με την νοσηρότητα από 6 τύπους χρόνιων και οξέων παθήσεων, καθώς και τη 10ετή θνησιμότητα, σε παιδιά και εφήβους από οικογένειες με χαμηλότερο εισόδημα που ήταν εγγεγραμμένοι στο Medicaid ή στο Πρόγραμμα Ασφάλισης Υγείας για παιδιά (CHIP), για τη σταθερότητα της δυνατότητας πρόσβασης σε περίθαλψη.
Οι ερευνητές από τις υπηρεσίες Απογραφής και Οικονομικών Ερευνών των ΗΠΑ, το Πανεπιστήμιο Carnegie Mellon της Πενσυλβανίας και το τμήμα Πολιτικής Υγείας του Πανεπιστημίου Στάνφορντ διεξήγαν τη μελέτη τους με την υπόθεση ότι σε παιδιά και εφήβους από οικογένειες με μέτριο εισόδημα θα αντιμετώπιζαν τα συγκεκριμένα προβλήματα υγείας σε μικρότερο βαθμό, ενώ θα ήταν χαμηλότερη και η επίπτωση της 10ετούς θνησιμότητας.
Σύμφωνα μην υπηρεσία Απογραφής των ΗΠΑ, για μια οικογένεια 3 ατόμων με 1 παιδί, το όριο της φτώχειας αντιστοιχούσε σε ετήσιο εισόδημα 18.106 δολ. το 2011 και 21.811 δολ. το 2021.
Το εισόδημα
Η μελέτη περιέλαβε οικογένειες με εισόδημα έως και 200% πάνω από το όριο φτώχειας, που αντιστοιχούσε σε 36.212 δολ. το 2011 και 43.622 δολ. το 2021 για μια οικογένεια 3 ατόμων. Η στατιστική της Υπηρεσίας Απογραφής των ΗΠΑ δείχνει ότι σε εθνικό επίπεδο, το 43% των παιδιών και εφήβων ηλικίας 5 – 17 ετών, ζούσε σε οικογένειες με εισόδημα ίσο ή μικρότερο του 200% του ομοσπονδιακού ορίου φτώχειας το 2011 και το 34,4% το 2021. Το 2011, από τα παιδιά και εφήβους 0-18 ετών σε οικογένειες με εισόδημα κάτω του 200% του ομοσπονδιακού ορίου φτώχειας, το 65,3% ήταν εγγεγραμμένοι στο Medicaid.
Οι παθήσεις που ελέγχθηκαν ήταν οι λοιμώξεις, διαταραχές ψυχικής υγείας, τραυματισμοί, άσθμα, αναιμία, καθώς επίσης και η χρήση ουσιών και ο θάνατος ως τις 31 Δεκεμβρίου 2021.
Η μελέτη αφορούσε 795.000 άτομα, μέσης ηλικίας 10,6 ετών, από τα οποία το 56% ήταν ηλικίας 10 – 17 ετών.
Από τα παιδιά αυτά, το 33% είχε διαγνωσμένη λοίμωξη, το 13% είχε διαταραχή ψυχικής υγείας, το 6% είχε υποστεί τραυματισμό, το 5% είχε άσθμα, το 2% είχε αναιμία, ενώ το 1% έκανε χρήση ουσιών και το 0,6% πέθανε μεταξύ 2011 – 2021, με μέση ηλικία θανάτου τα 19,8 έτη με εύρος από τα 15,6 – 24 έτη.
Για τα άτομα ηλικίας 5 έως 9 ετών, το υψηλότερο οικογενειακό εισόδημα συσχετίστηκε με χαμηλότερη συχνότητα όλων των ασθενειών, εκτός από τη θνησιμότητα: τα παιδιά σε οικογένειες με επιπλέον εισόδημα 100% σε σχέση με το ομοσπονδιακό όριο φτώχειας είχαν 2,3% λιγότερες λοιμώξεις, 1,9% λιγότερες παθήσεις ψυχικής υγείας, 0,7% λιγότερους τραυματισμούς, 0,3% λιγότερο άσθμα, 0,2% λιγότερη αναιμία και κατά 0,06 ποσοστιαίες μονάδες έκαναν λιγότερη χρήση ουσιών.
Εκτός από τον τραυματισμό και την αναιμία, η σχέση της νοσηρότητας με το εισόδημα ήταν πιο έντονη για τα παιδιά 10 – 17 ετών από εκείνα των 5 – 9 ετών. Για τα άτομα ηλικίας 10 έως 17 ετών, το διπλάσιο εισόδημα από το ομοσπονδιακό όριο φτώχειας έδειξε χαμηλότερο ποσοστό θνησιμότητας στα 10 χρόνια μόλις κατά 0,18 ποσοστιαίες μονάδες.
Πηγή: https://www.in.gr