26/8/2025
Οι συμμαχίες μερικές φορές ξεκινούν τυχαία. Μερικές φορές τελειώνουν και με τον ίδιο τρόπο. Ειδικά όταν εμπλέκεται ο Ντόναλντ Τραμπ.
Το φθινόπωρο του 2013, ο Φρεντ Χάτσισον βρισκόταν σε μια δεξίωση στην πρεσβεία της Λιθουανίας, η οποία στεγάζεται στον εναπομείναντα πύργο ενός μερικώς κατεδαφισμένου αρχοντικού, λίγα χιλιόμετρα βόρεια του Λευκού Οίκου..
Στα μέσα της βραδιάς, ο Χάτσισον άκουσε έναν διπλωμάτη να γκρινιάζει για τη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στα τεράστια αποθέματα σχιστολιθικού φυσικού αερίου που είχαν πρόσφατα ανακαλύψει.
Ο διπλωμάτης αποδείχθηκε ότι ήταν ο αναπληρωτής επικεφαλής της αποστολής της Λιθουανίας, Σιμόνας Σατιούνας. Η Λιθουανία εξαρτάται πλήρως από τη Ρωσία για το φυσικό αέριο, είπε. Ήθελε η κυβέρνηση Ομπάμα να μοιραστεί τον πλούτο της, είπε στον Χάτσισον και να εγκρίνει τις εξαγωγές φυσικού αερίου προς την Ευρώπη.
Ενθαρρυμένος από τον Σατιούνας και τις διπλωματικές του σχέσεις, ο Χάτσισον δημιούργησε μια ομάδα πίεσης αποτελούμενη από περίπου δώδεκα πρεσβείες στην Ουάσινγκτον — όλες από την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη — που θα συνεργαζόταν με την αμερικανική βιομηχανία φυσικού αερίου με έναν στόχο: να μεταφέρει περισσότερο LNG από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη.
Αυτές οι μετα-σοβιετικές χώρες δεν συμμερίζονταν την πεποίθηση, που ήταν ευρέως διαδεδομένη σε άλλα μέρη του ηπείρου, ότι οι αυτοκρατορικές τάσεις του Βλαντιμίρ Πούτιν θα μπορούσαν να κατευναστούν από το εμπόριο ενέργειας με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Δεν μπορούσαν να το γνωρίζουν τότε, αλλά οι δύο άνδρες βρέθηκαν σύντομα στο επίκεντρο μιας ιστορικής ενεργειακής μεταβολής που αναδιαμόρφωσε τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ευρώπη, έστρεψε τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον προς τα ανατολικά σύνορα της ΕΕ και επέτρεψε στην Ευρώπη να αντικαταστήσει το ρωσικό φυσικό αέριο με αμερικανικό μετά την εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία.
Ο Ντόναλντ Τραμπ απειλεί τώρα αυτή την ενεργειακή συμμαχία — την οποία ισχυρίζεται ότι υποστηρίζει, αναγκάζοντας μάλιστα την ΕΕ να δεσμευτεί για την εισαγωγή αμερικανικής ενέργειας αξίας 750 δισεκατομμυρίων δολαρίων, κάτι που είναι λογιστικά ανέφικτο.
Ο φόβος που εξαπλώνεται στα ανατολικά σύνορα της ΕΕ είναι ότι ο Τραμπ θα υπονομεύσει αυτό το εμπόριο προσφέροντας στον Ρώσο πρόεδρο τεράστιες παραχωρήσεις και «τεράστιες οικονομικές συμφωνίες» για να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία, αναβιώνοντας ταυτόχρονα τη διεθνή θέση του αυταρχικού ηγέτη.
Χώρες όπως η Λιθουανία ήταν διατεθειμένες να πληρώσουν υψηλότερη τιμή για την ενέργεια από έναν σύμμαχο λόγω της ιστορίας τους και επειδή «βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή των ενεργειών της Ρωσίας» όταν αυτή προσάρτησε παράνομα την Κριμαία της Ουκρανίας το 2014. Έτσι, ήταν εύκολο για τον Χάτσισον να πείσει αυτές τις χώρες να συμμετάσχουν στην προσπάθεια των ΗΠΑ για το LNG. Στις αρχές του 2014, ίδρυσε την οργάνωση LNG Allies. Είπε ότι η αρχική χρηματοδότηση προήλθε από δύο εμπορικούς φορείς: την πλέον ανενεργή America’s Natural Gas Alliance και το American Petroleum Institute (API). Ένας εκπρόσωπος του API επιβεβαίωσε ότι είχε «στο παρελθόν» χρηματοδοτήσει την ομάδα.
Η LNG Allies προσαρμόστηκε και αναπτύχθηκε μαζί με τον κλάδο. Από μια ομάδα πρεσβειών στην Ουάσινγκτον που ασκούσαν πιέσεις στην αμερικανική κυβέρνηση, μετατράπηκε σε μια παγκόσμια βιομηχανική ένωση που προωθεί τις εξαγωγές ενέργειας των ΗΠΑ σε όλο τον κόσμο.
Η διπλωματία της αμερικανικής κυβέρνησης έχει εν τω μεταξύ στραφεί σε μια πολιτική πλήρους επέκτασης του LNG. Διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις έχουν ασκήσει πιέσεις στις χώρες της ΕΕ να αυξήσουν τη χωρητικότητα των λιμανιών τους για να μπορούν να δέχονται περισσότερο φυσικό αέριο.
Από το 2015, οι εισαγωγές LNG στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης έχουν αυξηθεί 12 φορές, σύμφωνα με το think tank Ember. Τα επόμενα πέντε χρόνια, η χωρητικότητα των τερματικών σταθμών στην περιοχή θα διπλασιαστεί, ενώ συζητούνται και περαιτέρω επεκτάσεις. Οι αναλυτές προειδοποιούν ότι η παραγωγική ικανότητα θα μπορούσε να ξεπεράσει γρήγορα τη ζήτηση, η οποία βρίσκεται σε πτώση.
O Χάτσισον βλέπει την επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο ως ευκαιρία να επιταχύνει το ρυθμό αυτό. Τα πρακτικά μιας συνεδρίασης της LNG Allies τον Απρίλιο — τα οποία η ARIA, μια ΜΚΟ που διεξάγει έρευνες για το κλίμα, μοιράστηκε με το POLITICO — ανέφεραν ότι η πρωτοβουλία θα ξαναρχίσει «με την αναμενόμενη ουσιαστική υποστήριξη των ΗΠΑ».
Τον περασμένο Ιούνιο, επτά κυβερνήσεις — της Βουλγαρίας, της Τσεχίας, της Ελλάδας, της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας, της Σλοβακίας και της Σλοβενίας — ζήτησαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να μειώσει τις απαιτήσεις προς τις εταιρείες για την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τις εκπομπές μεθανίου.
«Δε θα με εξέπληττε αν αυτό το έγγραφο είχε συνταχθεί από τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων», δήλωσε η Γιούτα Πάουλους, μέλος των Πρασίνων στην Ευρωβουλή.
Αφού η ανατολική πτέρυγα της ΕΕ άνοιξε την πόρτα, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έσπρωξε την ήπειρο στην ενεργειακή αγκαλιά των ΗΠΑ. Μέσω του προγράμματος «έργων κοινού ενδιαφέροντος», η ΕΕ έχει επενδύσει δισεκατομμύρια στην κατασκευή ενός δικτύου αγωγών φυσικού αερίου που συνδέει πολλούς τερματικούς σταθμούς LNG με την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Tο περασμένο Σαββατοκύριακο, όταν ο Τραμπ συναντήθηκε με την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, για να οριστικοποιήσουν τη συμφωνία τους για το εμπόριο, η «πρώτη» προτεραιότητα του Αμερικανού ηγέτη ήταν να πείσει την Ευρώπη να «σταματήσει να αγοράζει ρωσική ενέργεια» και να «την αγοράζει από εμάς», δήλωσε ένας Αμερικανός αξιωματούχος.
Ο Τραμπ αρχικά ζήτησε από την φον ντερ Λάιεν να δεσμευτεί για αγορές ενέργειας από τις ΗΠΑ ύψους 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων κατά τη διάρκεια της θητείας του, πριν καταλήξει σε 750 δισεκατομμύρια δολάρια (250 δισεκατομμύρια ετησίως), σύμφωνα με τον αξιωματούχο.
Ωστόσο, τα νούμερα αυτά δεν είναι δεσμευτικά, είναι υπερβολικά και μη ρεαλιστικά. Για να επιτευχθεί αυτό το ποσό, οι ΗΠΑ θα πρέπει να εκτρέψουν όλες τις εξαγωγές ενέργειας προς την ΕΕ και στη συνέχεια να βρουν με κάποιο τρόπο 50% περισσότερες προμήθειες. Εν τω μεταξύ, η ΕΕ θα πρέπει ουσιαστικά να εγκαταλείψει τους άλλους ξένους προμηθευτές της (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που παρέχουν φθηνότερη ενέργεια) και να τριπλασιάσει τις εισαγωγές της από τις ΗΠΑ.
Πηγές από το εσωτερικό της Ουάσιγκτον και των Βρυξελλών λένε ότι ο ίδιος ο Τραμπ θέτει σε κίνδυνο τις διατλαντικές σχέσεις — συμπεριλαμβανομένου του εμπορίου υγροποιημένου φυσικού αερίου, το οποίο το 2024 θα είχε αξία 20,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων (σύμφωνα με την πλατφόρμα συναλλαγών Kpler) και θα αντιπροσώπευε το 53% του συνόλου των εξαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου των ΗΠΑ.
Η γενική αναξιοπιστία του Τραμπ ως εταίρου — οι δασμοί του, η τάση του για εκφοβισμό, η ανοιχτή περιφρόνησή του προς την ΕΕ — κάνουν τους Ευρωπαίους να διστάζουν να ανταλλάξουν την εξάρτησή τους από έναν «ισχυρό άνδρα» με έναν άλλο.
Παρά την πίεση του Τραμπ, οι περισσότεροι αγοραστές της ΕΕ αρνήθηκαν να υπογράψουν μακροπρόθεσμες συμβάσεις με αμερικανικές εταιρείες, σε ένα πλαίσιο μείωσης της ζήτησης φυσικού αερίου στην ήπειρο και αύξησης της προσφοράς από εναλλακτικούς εξαγωγείς όπως η Νορβηγία και το Κατάρ.
Παράλληλα, το μήνυμα από τις Βρυξέλλες είναι ότι η επανεκκίνηση των ενεργειακών σχέσεων με τη Ρωσία είναι αδύνατη. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προτείνει ακόμη και τη σταδιακή κατάργηση του ρωσικού φυσικού αερίου έως το 2028, αν και η φιλική προς τη Μόσχα, Σλοβακία και η Ουγγαρία εμποδίζουν την εφαρμογή του σχεδίου.
Οι χώρες της Βαλτικής — Λετονία, Λιθουανία και Εσθονία — καθώς και η Πολωνία και οι σκανδιναβικές χώρες είναι οι ισχυρότεροι υποστηρικτές μιας μακροπρόθεσμης εξόδου.
Παρόλο που ο Τραμπ μπορεί να στέλνει αντιφατικά μηνύματα, οι χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης προσπαθούν να κρατήσουν τις πόρτες ανοιχτές για την αμερικανική ενέργεια. Ο Ιγνάτσι Νιέμτσιτσκι, υπουργός Εξωτερικών και κορυφαίος σύμβουλος του Πολωνού πρωθυπουργού Ντόναλντ Τουσκ, δήλωσε ότι η πρόταση της ΕΕ για απαγόρευση του ρωσικού φυσικού αερίου οφείλεται στην «πίεση που ασκήσαμε».
Ωστόσο, υπάρχει η αίσθηση ότι η επιστροφή στα παλιά μπορεί να αποδειχθεί πολύ δελεαστική για τις παραπαίουσες βιομηχανικές δυνάμεις της ΕΕ. Στη Γερμανία, η οποία προσπαθεί να αναζωογονήσει τη βιομηχανική της βάση, ορισμένοι πολιτικοί έχουν δηλώσει ότι θα καλωσόριζαν το ρωσικό φυσικό αέριο, αν και ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς το έχει αποκλείσει.
Οι αμερικανικές εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου σχεδιάζουν σενάρια για το τι θα συμβεί στις αγορές — συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης — εάν ο Τραμπ ή η ΕΕ άρουν τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Η Ουάσιγκτον είναι επιφυλακτική όσον αφορά τη συνεργασία του Τραμπ με τον Πούτιν και τις πιθανές επιπτώσεις στην εγχώρια βιομηχανία.
Ορισμένοι, όμως, φοβούνται ότι η τάση του Τραμπ για θεατρινισμούς και υπερβολές θα τον οδηγήσει σε μια ειρηνευτική συμφωνία με τη Ρωσία που θα αποδυναμώσει την Ουκρανία και θα υπονομεύσει τις εξαγωγές των ΗΠΑ.
Αξιωματούχοι της βιομηχανίας πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν αρχίσει να προειδοποιούν τον Λευκό Οίκο ότι η ομαλοποίηση των σχέσεων με τη Ρωσία θα ερχόταν σε αντίθεση με την ενεργειακή και οικονομική ατζέντα του Τραμπ, η οποία επικεντρώνεται στην εξαγωγή περισσότερων ορυκτών καυσίμων στο εξωτερικό. Προειδοποίησαν ότι η Μόσχα θα περίμενε σχεδόν σίγουρα από την Ουάσινγκτον να άρει τις κυρώσεις κατά της ενεργειακής βιομηχανίας της.
Για τον Χάτσισον, η προοπτική μιας επανεκκίνησης του εμπορίου φυσικού αερίου μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας με την έγκριση του Τραμπ θα ήταν παρόμοια με «την πρόσκρουση ενός αστεροειδούς, κάτι που πιθανώς είναι πέρα από τον έλεγχό μας».