12/8/2025
Την ώρα που Αθήνα και Ρώμη προωθούν τη δημιουργία ενός νέου ηλεκτρικού «διαδρόμου» μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, η ιταλική ρυθμιστική αρχή ενέργειας Arera στέλνει σαφές μήνυμα ότι η άμεση προτεραιότητα βρίσκεται στις βόρειες διασυνδέσεις της χώρας.
Σε πρόσφατη τοποθέτησή της προς τον διαχειριστή του ιταλικού συστήματος μεταφοράς Terna, η Arera ζήτησε να δοθεί προτεραιότητα στα έργα που κρίνονται πιο οικονομικά αποδοτικά, δηλαδή στην επέκταση της δυναμικότητας των διασυνδέσεων προς τον βορρά κατά τουλάχιστον 2,6 GW. Για τις νότιες γραμμές –με την Ελλάδα και την Τυνησία– η αρχή εκφράζει σημαντικές επιφυλάξεις, ειδικά ως προς τον χρονικό ορίζοντα των οφελών για την Ιταλία.
Αποστάσεις για το χρονοδιάγραμμα
Η νέα διασύνδεση Ελλάδας–Ιταλίας, ισχύος 1.000 MW, προγραμματίζεται να ολοκληρωθεί μεταξύ 2033 και 2035. Ωστόσο, σύμφωνα με την Arera, «ουσιαστικά οφέλη» για την Ιταλία αναμένονται μόνο μετά το 2040, κάτι που οδηγεί την αρχή να εισηγηθεί επανεξέταση του χρονοδιαγράμματος.
Στο τραπέζι μπαίνει και το ζήτημα της κοστολόγησης, καθώς η Arera ζητά πρόσθετη ανάλυση. Στα έγγραφα που υπέβαλε η Terna για τη διαδικασία επιλογής των φετινών έργων PCI/PMI, η εκτίμηση φθάνει τα 1,9 δισ. ευρώ, ενώ στα δεκαετή προγράμματα του ΑΔΜΗΕ και του ENTSO-E το αντίστοιχο ποσό διαμορφώνεται στα 1,25 δισ. ευρώ.
Η ελληνική στάση
Παρά τις ενστάσεις της ιταλικής ρυθμιστικής αρχής, η Terna –σύμφωνα με κύκλους του ΑΔΜΗΕ– έχει διαβεβαιώσει την ελληνική πλευρά ότι το έργο θα προχωρήσει κανονικά και δεν τίθεται θέμα ακύρωσης.
Τον περασμένο Μάιο, το έργο είχε προβληθεί στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο. Στο πλαίσιο της Διακυβερνητικής Συνόδου Ιταλίας–Ελλάδας, παρουσία του πρωθυπουργού και της Ιταλίδας ομολόγου του Τζόρτζια Μελόνι, οι δύο διαχειριστές ΑΔΜΗΕ και Terna υπέγραψαν Μνημόνιο Συνεργασίας για την ανάπτυξη της νέας υποθαλάσσιας γραμμής.
Η νέα διασύνδεση θα έχει συνολικό μήκος 300 χλμ., εκ των οποίων περίπου 240 χλμ. θα είναι υποθαλάσσιο τμήμα σε βάθη έως 1.000 μέτρων. Θα λειτουργεί συμπληρωματικά με την υπάρχουσα γραμμή των 500 MW που τέθηκε σε λειτουργία το 2002, ενισχύοντας την ασφάλεια εφοδιασμού, την ευελιξία στις ροές και τη δυνατότητα αξιοποίησης ΑΠΕ.
Η ιταλική πλευρά είχε υποστηρίξει τον Μάιο ότι η νέα υποθαλάσσια ηλεκτρική διασύνδεση μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας θα ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια στη νότια Ιταλία και θα διευκολύνει την αποδοτική προμήθεια ενέργειας, επιτρέποντας την αξιοποίηση νέων πηγών και τη συνέχιση των ανταλλαγών ηλεκτρισμού μεταξύ των δύο χωρών. Λειτουργώντας παράλληλα με την υφιστάμενη διασύνδεση, το έργο αυτό θα αυξήσει περαιτέρω την αποτελεσματικότητα της μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Στον ίδιο τόνο είχε εκφραστεί και η διοίκηση του ΑΔΜΗΕ, η οποία είχε δηλώσει ότι ο νέος ενεργειακός διάδρομος μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας θα επεκτείνει το περιθώριο ανταλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας ενώ θα ενισχύσει την ασφάλεια εφοδιασμού και την αποδοτικότερη λειτουργία της ενοποιημένης ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρισμού, προσφέροντας ορατά οφέλη στους καταναλωτές και των δύο χωρών.