30/6/2025
Τις συνθήκες διαβίωσης στα ελληνικά νοικοκυριά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, υπό την πίεση της ανόδου των θερμοκρασιών, εξετάζει σε νέα της ανάλυση η Greenpeace Ελλάδας.
Παράλληλα, ανακοίνωσε την εκκίνηση πρωτογενούς έρευνας πεδίου, σε συνεργασία με το Ελληνικό Ινστιτούτο Παθητικού Κτιρίου, με σκοπό να καταγραφεί η κλιματική ευαλωτότητα των νοικοκυριών σε διαφορετικά σημεία της χώρας.
Στόχος της προσπάθειας είναι να αναδειχθεί η ανάγκη υιοθέτησης λύσεων που προωθούν την ουσιαστική εξοικονόμηση ενέργειας στα σπίτια, ως βασική συνθήκη για μια δίκαιη και βιώσιμη μετάβαση.
Η έρευνα εστιάζει σε ερωτήματα όπως: Πόσο προστατευμένα είναι τα ελληνικά σπίτια από τις ακραίες θερμοκρασίες; Ποιοι πολίτες είναι περισσότερο εκτεθειμένοι και ποιοι παράγοντες επηρεάζουν την ικανότητα προσαρμογής τους; Ποιος ο ρόλος των δημόσιων πολιτικών;
Η Greenpeace ξεκινά με αναφορά στη νέα κλιματική πραγματικότητα, επικεντρώνοντας στο καλοκαίρι του 2024, όταν ο καύσωνας του Ιουλίου καταγράφηκε ως ο μεγαλύτερης διάρκειας στην ιστορία, ενώ ο νότος της Ελλάδας εμφάνισε τη μεγαλύτερη αύξηση σε «τροπικές νύχτες» στην Ευρώπη.
Συνθήκες θερμικής δυσφορίας στα σπίτια
Τα διαθέσιμα δημόσια δεδομένα περιορίζονται στην Αθήνα και παρουσιάζουν χρονικά κενά, με τις δύο πρώτες μελέτες πριν το 2010 και την επόμενη το 2024. Η πιο πρόσφατη καταγραφή σε 45 ευάλωτα νοικοκυριά του Δήμου Αθηναίων, δείχνει μέση εσωτερική θερμοκρασία 31,4°C και μέγιστη στους 37,6°C, με τις περισσότερες τιμές μεταξύ 28 και 34°C. Εξίσου ανησυχητική είναι και η συγκέντρωση CO₂, η οποία σε κάποιες περιπτώσεις ξεπέρασε το διπλάσιο του ανώτατου υγιεινού ορίου των 1000 ppm.
Η ζήτηση για ψύξη, αν και ακόμη περιορισμένη στην τελική ενεργειακή κατανάλωση (1% στην ΕΕ, 5% στην Ελλάδα), αυξάνεται σταθερά. Μελέτες δείχνουν πως για κάθε 1°C αύξηση της θερμοκρασίας, η κατανάλωση ενέργειας για ψύξη μπορεί να ανέβει έως και 20%. Από το 2000, οι τρεις μεσογειακές χώρες Ιταλία, Ισπανία και Ελλάδα ευθύνονται για το 70% της κατανάλωσης ενέργειας για ψύξη στην ΕΕ. Στην Ελλάδα, η κατανάλωση ενέργειας λόγω χρήσης κλιματιστικών αυξήθηκε κατά 265% μεταξύ 2000-2022. Η Eurostat καταγράφει άνοδο 38% την περίοδο 2015-2023. Το 2023 οι πωλήσεις κλιματιστικών έφτασαν τις 400.000 μονάδες, σημειώνοντας αύξηση 57% σε σχέση με το 2019.
Πότε η θερμοκρασία γίνεται επικίνδυνη;
Η Greenpeace εξετάζει τα όρια θερμικής άνεσης, παραθέτοντας προσεγγίσεις όπως του ΤΕΕ (θερινή θερμοκρασία 26°C), του προτύπου Passivhaus (όριο 25°C), του CIBSE (23–25°C με όριο 28°C για το 1% του χρόνου) και της ASHRAE (εύρος 23–28°C). Ωστόσο, ούτε ο ΠΟΥ δεν ορίζει απόλυτο ασφαλές όριο, καθώς η θερμική ανοχή εξαρτάται από την ηλικία, την υγεία και τις κοινωνικές συνθήκες. Το 56% των συμμετεχόντων στην έρευνα του Δήμου Αθηναίων χαρακτήρισε «άνετες» τις συνθήκες στο σπίτι του, παρότι η θερμοκρασία ξεπερνούσε τους 28°C, στοιχείο που ενισχύει την προσαρμοστική προσέγγιση.
Η συνεχής έκθεση σε υψηλές θερμοκρασίες έχει σοβαρές συνέπειες στην υγεία και την καθημερινότητα. Έρευνες δείχνουν ότι το 34% των πολιτών δεν νιώθει άνετα το καλοκαίρι στο σπίτι του, το 19% δεν διαθέτει κλιματιστικό, το 51% περιορίζει τη χρήση λόγω κόστους και το 66% περικόπτει βασικά έξοδα για ενεργειακές ανάγκες.
Οι επιπτώσεις της θερμικής επιβάρυνσης εντείνονται για ηλικιωμένους, άτομα με χρόνια προβλήματα υγείας, μετανάστες, άστεγους και χαμηλόμισθους. Σε επίπεδο ΕΕ, το 86–91% των θανάτων από ακραία καιρικά φαινόμενα οφείλεται σε καύσωνες, με 77.000–129.000 θανάτους την περίοδο 1980–2020. Η θνησιμότητα αυξάνεται με συνεχόμενες ημέρες έκθεσης, ενώ η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των πιο ευάλωτων χωρών.
Η «θερμική νησίδα» και οι κοινωνικές συνέπειες
Η αστική θερμική νησίδα διατηρεί υψηλές θερμοκρασίες και τη νύχτα, εμποδίζοντας την ανάκαμψη του οργανισμού. Ο κακός ύπνος συνδέεται με προβλήματα υγείας και μειωμένη απόδοση, ιδίως σε παιδιά. Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας υπολογίζει μείωση παραγωγικότητας έως και 50% σε θερμοκρασίες άνω των 33°C, ενώ αύξηση κατά 1°C σε σχολικές αίθουσες συνδέεται με 0,6% μείωση της απόδοσης. Σε θερμοκρασίες άνω των 32°C, η επιτυχία στις εξετάσεις μειώνεται κατά 10%.
Σύμφωνα με τον Δήμο Αθηναίων, έως το 2050 οι ημέρες καύσωνα στην πρωτεύουσα θα διπλασιαστούν και η μέση θερμοκρασία του καλοκαιριού θα αυξηθεί έως 4°C. Οκτώβριοι με ανάγκη κλιματισμού και αύξηση ζήτησης ενέργειας έως 248% έως το τέλος του αιώνα βρίσκονται εντός των σεναρίων. Σε περιοχές όπως τα Δωδεκάνησα, η θερμοκρασία στο εσωτερικό των κατοικιών θα ξεπερνά τους 32°C για το 50% του θέρους. Η αντίστοιχη διάρκεια θα φτάσει το 45% στην Αττική, το 40% στο Ιόνιο και τις Κυκλάδες.
Η θνησιμότητα λόγω ζέστης εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 27% ακόμα και στο «ήπιο» σενάριο των +1,5°C, ενώ στο σενάριο +4°C η αύξηση φτάνει το 364%. Οι πιο ευάλωτοι θα πληγούν περισσότερο.
Η Greenpeace υπογραμμίζει πως για να υπάρξουν ουσιαστικές λύσεις χρειάζεται κατανόηση των κοινωνικών επιπτώσεων, άρση των ανισοτήτων, εξασφάλιση πρόσβασης σε δροσερές κατοικίες και μείωση της ενεργειακής ζήτησης μέσα από βιώσιμες πολιτικές στέγασης και προστασίας από την κλιματική κρίση.