29/6/2025
Καθώς η Ελλάδα επιταχύνει τη διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), η ευστάθεια του ηλεκτρικού συστήματος αποκτά κρίσιμο ρόλο.
Οι ευέλικτες μονάδες φυσικού αερίου, ικανές να ανταποκρίνονται άμεσα σε διακυμάνσεις της παραγωγής και της ζήτησης ή της διαθεσιμότητας των ΑΠΕ, αναδεικνύονται σε βασικούς πυλώνες του νέου ενεργειακού μείγματος.
Δεν είναι τυχαίο ότι όλο και περισσότεροι ενεργειακοί παίκτες επενδύουν σε αντίστοιχα έργα, βλέποντας σε αυτές όχι μόνο την απάντηση στις τεχνικές προκλήσεις της ενεργειακής μετάβασης, αλλά και μια στρατηγική τοποθέτηση στην πιο ρευστή και απαιτητική αγορά ενέργειας που διαμορφώνεται.
Με το ενεργειακό μείγμα να αλλάζει ριζικά και τα φορτία του ηλεκτρικού συστήματος να γίνονται όλο και πιο απρόβλεπτα, το ερώτημα δεν είναι μόνο πώς θα παράγουμε καθαρή ενέργεια, αλλά πώς θα διασφαλίσουμε ότι δεν θα κινδυνεύσουμε να… σβήσει το φως.
Οι ευέλικτες μονάδες φυσικού αερίου επιστρέφουν δυναμικά στο επίκεντρο του επενδυτικού ενδιαφέροντος ως οι αναγκαίοι «σταθεροποιητές» ενός δικτύου που τείνει να μοιάζει με ακροβάτη χωρίς δίχτυ ασφαλείας.
Μπορούν να αυξομειώνουν την παραγωγή τους, να εκκινούν και να σβήνουν γρήγορα, αλλά και να προσαρμόζονται σε σύνθετες καταστάσεις, όπως είναι οι διακυμάνσεις ή οι αιχμές ζήτησης, διασφαλίζοντας την ασφάλεια εφοδιασμού.
Το μάθημα της Ισπανίας
Τα προ καιρού συμβάντα στην Ιβηρική Χερσόνησο δικαιώνουν τους ηλεκτροπαραγωγούς στην Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, που επανατοποθετούνται στρατηγικά γύρω από την πρόκληση της ευελιξίας. Η ραγδαία διείσδυση των ΑΠΕ -οι οποίες όμως δεν παράγουν όλες τις ώρες ενέργεια- και η σταδιακή απεξάρτηση από τους λιγνίτες καθιστούν το σύστημα πιο τρωτό με ανάγκη για άμεση και αξιόπιστη εφεδρεία.
Η ενεργειακή κρίση στην Ισπανία ανέδειξε τις ευπάθειες των ευρωπαϊκών συστημάτων. Στις 28 Απριλίου το ηλεκτρικό δίκτυο της χώρας στηριζόταν σχεδόν αποκλειστικά σε πράσινες μορφές ενέργειας, καθώς σχεδόν το 60% της ισχύος προερχόταν από φωτοβολταϊκά (17,7 GW), 12% από αιολικά, 11% από πυρηνικά και μόλις 5% από μονάδες φυσικού αερίου συνδυασμένου κύκλου. Λίγο πριν από το μεσημέρι της ίδιας μέρας καταγράφτηκε απότομη πτώση στη συχνότητα του συστήματος, τον πιο κρίσιμο δείκτη ισορροπίας μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Το σκοτάδι στην Ισπανία έχει ανοίξει τη συζήτηση για το τι μπορεί να συμβεί σε ένα ηλεκτρικό σύστημα χωρίς επαρκή στήριξη από θερμικές μονάδες. Το γεγονός αυτό λειτούργησε ως ηχηρή προειδοποίηση για τις επιπτώσεις που θα έχει σε χώρες που υποτιμούν τον ρόλο της «εφεδρικής παραγωγής» και ώθησε πολλούς διαχειριστές συστημάτων να επανεξετάσουν τις μακροπρόθεσμες προβλέψεις επάρκειας ισχύος.
Η ελληνική απάντηση
Στην Ελλάδα μεγάλοι παίκτες, όπως η ΔΕΗ, η Metlen, η Motor Oil και η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, επενδύουν σε νέες μονάδες φυσικού αερίου, ενώ στην ηλεκτροπαραγωγή δοκιμάζεται και η ΔΕΠΑ Εμπορίας, η οποία μετά τη συνεργασία της με τη ΔΕΗ στην Αλεξανδρούπολη συμμαχεί με Ισραηλινούς και άλλους επενδυτές (Clavenia Ltd, Eusif Larisa, Volton) για μια νέα μονάδα συνδυασμένου κύκλου από φυσικό αέριο στη Λάρισα. Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες ενεργειακές επενδύσεις στην Ελλάδα, ύψους 600 εκατ. ευρώ, που προβλέπει την κατασκευή μονάδας ισχύος 792 MW, η οποία έχει σχεδιαστεί για να επιτυγχάνει καθαρή θερμική απόδοση 62,6%.
Το επενδυτικό αυτό κύμα, με έργα που έγιναν ή είναι στο στάδιο της υλοποίησης, θα ξεπεράσει τα 2 δισ. ευρώ και περιλαμβάνει έργα που θα προσθέσουν συνολική ισχύ περίπου 3,7 GW στο εγχώριο ηλεκτρικό σύστημα τα αμέσως επόμενα χρόνια. Οι νέες αυτές μονάδες θα διαθέτουν προηγμένες τεχνολογίες και υψηλή απόδοση στην κατανάλωση καυσίμου ώστε να ανταποκρίνονται στις αυξημένες απαιτήσεις ενός ενεργειακού συστήματος όπου η συμμετοχή των ΑΠΕ θα είναι συνεχώς αυξανόμενη.
Εντός του β’ εξαμήνου θα μπει σε εμπορική λειτουργία η μονάδα των 877 MW στην Κομοτηνή της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ σε συνεργασία με τη Motor Oil μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της δοκιμαστικής της λειτουργίας. Σε λειτουργία είναι ήδη η μονάδα της Metlen στα Ασπρα Σπίτια Βοιωτίας, ισχύος 826 MW, η οποία άνοιξε τον χορό της νέας γενιάς σταθμών ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο υψηλής απόδοσης, ενώ μέσα στο 2026 θα μπει στην «πρίζα» και η συμμαχία των ΔΕΗ – ΔΕΠΑ Εμπορίας στην Αλεξανδρούπολη. Παράλληλα, η ΔΕΗ προχωρά στη μετατροπή της λιγνιτικής μονάδας Πτολεμαΐδα 5 στη Δυτική Μακεδονία σε μονάδα φυσικού αερίου ανοικτού κύκλου και συνολικής ισχύος 350 MW. Η λιγνιτική μονάδα θα κλείσει το 2026, ενώ με τη νέα μορφή της προβλέπεται να τεθεί σε λειτουργία το 2027, με δυνατότητα μελλοντικής αναβάθμισης στα 500 MW, σχέδιο που «κουμπώνει» με τα πρότζεκτ των data centers. Η Ελλάδα εμφανίζεται να έχει ένα ισχυρό προβάδισμα στις μονάδες αυτές, καθώς οι χώρες της ΝΑ Ευρώπης δεν ακολουθούν την ένταση αυτών των επενδύσεων, με αποτέλεσμα η χώρα μας να λειτουργεί ως βασικός τροφοδότης ενέργειας και οι παραγωγοί να αποκομίζουν σημαντικά κέρδη από τις εξαγωγές.
Γιατί το φυσικό αέριο είναι (ακόμα) βασιλιάς
Παρά την πίεση για απανθρακοποίηση, το φυσικό αέριο παραμένει η πιο αποδοτική λύση για την κάλυψη αιχμών του ηλεκτρικού συστήματος και την εξισορρόπηση του δικτύου. Παράλληλα, οι επενδύσεις ενισχύουν τον ανταγωνισμό στην εγχώρια αγορά ενέργειας και δημιουργούν προϋποθέσεις για συγκράτηση του χονδρεμπορικού κόστους.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος, σύμφωνα με ειδικούς της αγοράς, είναι να πιστέψουμε ότι οι ΑΠΕ και οι μπαταρίες μπορούν από μόνες τους να διασφαλίσουν την ενεργειακή ασφάλεια. Η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη: τα ενεργειακά συστήματα χρειάζονται συνδυασμούς, εφεδρείες και, κυρίως, επενδύσεις στη σωστή κατεύθυνση. Και η εφεδρεία στην εποχή μας δεν είναι πολυτέλεια, αλλά το θεμέλιο της αξιοπιστίας. Η πράσινη μετάβαση δεν είναι μόνο θέμα τεχνολογίας και πολιτικής βούλησης. Είναι, κυρίως, ζήτημα ενεργειακής ασφάλειας. Οι ευέλικτες μονάδες φυσικού αερίου, όσο κι αν δεν αποτελούν πράσινη ενέργεια, είναι αναγκαίες για να πιάσουμε τον στόχο της ενεργειακής μετάβασης με ασφάλεια και χωρίς την απειλή μπλακ άουτ.
Ο ΑΔΜΗΕ εκπονεί σε συνεργασία με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και την Grant Thornton μελέτη επάρκειας ισχύος και ευελιξίας του ελληνικού ηλεκτρικού συστήματος για τα έτη 2025, 2030 και 2035.
Όπως έχει δηλώσει ο καθηγητής Παντελής Μπίσκας, το 2025 δεν αναμένεται να παρουσιαστούν προβλήματα αξιοπιστίας ή οικονομικής βιωσιμότητας για τις θερμικές μονάδες. Ωστόσο, η κατάσταση θα αλλάξει από το 2030 -και ειδικά μετά το 2035- καθώς θα ενταθεί ο ανταγωνισμός από ΑΠΕ, μπαταρίες (έως 6 GW) και απόκριση ζήτησης, παράγοντας που θα ασκήσει μεγάλη οικονομική πίεση – κυρίως στις παλαιότερες μονάδες φυσικού αερίου.
Η μελέτη υπογραμμίζει την ανάγκη ενός μηχανισμού στήριξης για την παραμονή των ευάλωτων αλλά κρίσιμων μονάδων στο σύστημα ώστε να διασφαλιστεί η σταθερότητα και αξιοπιστία του, ζήτημα που δείχνει να έχει ανοίξει και για το ΥΠΕΝ μέσω ενός νέου μηχανισμού στήριξης.