Ανησυχητικό είναι το φαινόμενο της μείωσης του πληθυσμού της μέλισσας σε παγκόσμιο επίπεδο με πολλές και σοβαρές επιπτώσεις για το περιβάλλον και τον άνθρωπο.
Η μέλισσα διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην επικονίαση και κατ’ επέκταση στην παραγωγή τροφίμων, επομένως η συρρίκνωση του αριθμού της οδηγεί στη μείωση φυτών, τα οποία όχι μόνο κινδυνεύουν να εξαφανιστούν, αλλά μαζί να παρασύρουν στον αφανισμό και όσα είδη εξαρτούν τη διαβίωσή τους από αυτά.
Από τις σημαντικότερες απειλές συγκαταλέγονται η αλλαγή στη χρήση εδάφους, εξαιτίας της αστικοποίησης και της γεωργίας, η χρήση παρασιτοκτόνων, οι ασθένειες, τα χωροκατακτητικά είδη, η κλιματική αλλαγή και η αύξηση της θερμοκρασίας.
Εντούτοις, η εκμετάλλευση της γης και επομένως η αλλοίωση του φυτικού οικοτόπου αποτελεί την κυριότερη αιτία για τον περιορισμό των μελισσών.
Μελέτη του Πανεπιστημίου του Γκέτινγκεν στη Γερμανία το επιβεβαιώνει, με τους ερευνητές να διαπιστώνουν ότι οι γεωργικές εκτάσεις που «συναντούν» λιβάδια ευνοούν την ανάπτυξη των μελισσών και δίνουν ελπίδα στους ειδικούς για το μέλλον του πολύτιμου εντόμου.
Αναλύοντας δεδομένα από 32 αγροτικές περιοχές στη Γερμανία, σε τρεις καλοκαιρινές περιόδους, κατέγραψαν περισσότερες από 4.500 μεμονωμένες μέλισσες, σύμφωνα με την έκθεση που δημοσιεύθηκε στο Journal of Applied Ecology. Με γνώμονα αυτό το στοιχείο προχώρησαν σε μετρήσεις και σε άλλες εκτάσεις για να έχουν μία συνολική εικόνα.
Προκύπτει ότι οι βιολογικές φάρμες χωρίς συνθετικά φυτοφάρμακα συνέβαλαν σημαντικά στην προσέλκυση μελισσών όταν γύρω τους υπήρχαν φυτά σε ποσοστό τουλάχιστον 5%.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι μονοκαλλιέργειες δεν λειτουργούσαν τόσο θετικά για τα έντομα, καθώς τα διαστήματα ανθοφορίας ήταν σύντομα, επομένως οι μέλισσες έμεναν χωρίς τροφή.
Επιπλέον, ακόμα και οι τοπικές δράσεις όπως η εγκατάσταση μικρών «νησίδων» λουλουδιών, συχνά δεν είναι ικανές να αντιστρέψουν τις απώλειες, επειδή οι μέλισσες αναζητούν τροφή σε εκτάσεις και όχι σε μεμονωμένα σημεία.
Άγρια είδη εντόμων αυξήθηκαν ξαφνικά σε συνθήκες βιολογικής καλλιέργειας χωρίς φυτοφάρμακα και όταν δίπλα τους βρίσκονταν λιβάδια, ενώ από μόνες τους οι βιολογικές φάρμες τόνωσαν τον πληθυσμό των βομβίνων.
Η Κάθριν Τσεχόφσκι του Πανεπιστημίου του Γκέτινγκεν τονίζει ότι η έρευνα αναδεικνύει ότι υπάρχει ακόμη περιθώριο αισιοδοξίας όταν τα αγροκτήματα και τα ενδιαιτήματα διατήρησης σχεδιάζονται από κοινού.
Σύμφωνα με την Άνικα Χας από το γερμανικό πανεπιστήμιο, η έρευνα μπορεί να λειτουργήσει ως οδηγός για την ανάπτυξη μέτρων σχετικά με τη γεωργία και το περιβάλλον στο μέλλον και αναδεικνύει τη σημασία ενός συντονισμένου σχεδιασμού αναφορικά με τις καλλιέργειες.
Το μήνυμα είναι σαφές: Η μείωση των φυτοφαρμάκων βοηθά, αλλά ο συνδυασμός της βιολογικής πρακτικής με κοντινά λιβάδια βοηθά ακόμη περισσότερο και παράλληλα θωρακίζει τα αγροκτήματα κατά της ξηρασίας, βελτιώνει τη δομή του εδάφους και φιλοξενεί είδη που περιορίζουν φυσικά τα παράσιτα.