10/6/2025
Σε ένα περιβάλλον γεμάτο καθυστερήσεις, ασάφειες και μεγάλες αβεβαιότητες κινούνται οι επενδυτές που έχουν αναλάβει να υλοποιήσουν τα πρώτα έργα αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα.
Παρότι η σύνδεση των μπαταριών στο δίκτυο πρέπει να ολοκληρωθεί έως τον Σεπτέμβριο του 2025 —σύμφωνα με τους όρους του πρώτου διαγωνισμού που πραγματοποιήθηκε το 2023— είναι πλέον σαφές ότι η αγορά δεν θα καταφέρει να τηρήσει το αρχικό χρονοδιάγραμμα.
Επισήμως δεν έχει δοθεί παράταση, στην πράξη όμως τα έργα βρίσκονται σε σημαντική καθυστέρηση.
Πηγές της αγοράς αναφέρουν πως κανένας από τους επενδυτές δεν θα είναι έτοιμος μέχρι το φθινόπωρο του 2025. Με την αβεβαιότητα να παραμένει καθώς δεν έχει αποσαφηνιστεί αν θα δοθεί τελικά παράταση, αν οι εταιρείες θα κληθούν να πληρώσουν πέναλτι και εγγυητικές ή αν τα έργα κινδυνεύουν να χάσουν οριστικά τις επιδοτήσεις.
Την ίδια στιγμή οι πληροφορίες μιλούν για παράταση της προθεσμίας για την υποβολή αιτήσεων σύνδεσης standalone συστημάτων αποθήκευσης, χωρίς λειτουργική και επενδυτική ενίσχυση με νέα καταληκτική ημερομηνία για τις 15 Σεπτεμβρίου 2025, δίνοντας στους επενδυτές το χρόνο που απαιτείτε για να σχεδιάσουν μεγάλες μονάδες αποθήκευσης ενέργειας, με στόχο να κατοχυρώσουν δέσμευση δυναμικότητας στο σύστημα μεταφοράς.
Ασφυκτικές διαδικασίες σύνδεσης με το δίκτυο
Το μεγαλύτερο εμπόδιο για την πρώτη φουρνιά των έργων (συνολικής ισχύος 700 MW για τους δύο πρώτους διαγωνισμούς) εντοπίζεται στη διαδικασία λήψης όρων σύνδεσης από τους Διαχειριστές. Με βάση τους όρους του διαγωνισμού οι σταθμοί θα πρέπει να τεθούν σε λειτουργία έως τις 31 Δεκεμβρίου 2025 κάτι που προϋποθέτει την υποβολή αιτήματος προς τον διαχειριστή για την ενεργοποίηση της σύνδεσης κάθε σταθμού έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2025.
Ο ΑΔΜΗΕ, επιφορτισμένος με ένα βουνό αιτημάτων, χρειάζεται σημαντικό χρόνο για να εξετάσει και να εγκρίνει όρους σύνδεσης. Επιπλέον, σε αρκετές περιοχές, οι υφιστάμενες υποδομές του δικτύου δεν επαρκούν για την υποδοχή νέων έργων, καθυστερώντας περαιτέρω την διαδικασία.
Την ίδια στιγμή, η παγκόσμια ζήτηση για μπαταρίες και μετασχηματιστές έχει οδηγήσει σε κορεσμό της αλυσίδας εφοδιασμού. Οι χρόνοι παράδοσης παρατείνονται διαρκώς, ενώ και οι τιμές ανεβαίνουν λόγω του διεθνούς ανταγωνισμού. Η κατάσταση επιδεινώνεται από το γεγονός ότι οι παραγγελίες για κρίσιμο εξοπλισμό δεν μπορούν να ξεκινήσουν πριν εξασφαλιστούν οι όροι σύνδεσης.
Δαιδαλώδεις αδειοδοτήσεις
Παρότι οι διαγωνισμοί αφορούσαν «ώριμα» έργα, οι διαδικασίες αδειοδότησης παραμένουν δαιδαλώδεις. Περιβαλλοντικές άδειες, πολεοδομικές εγκρίσεις και τεχνικές τροποποιήσεις απαιτούν μήνες, ενίοτε και χρόνια. Το ρυθμιστικό πλαίσιο για την αποθήκευση ενέργειας παραμένει ασαφές, ειδικά όσον αφορά τον ρόλο των μονάδων στο σύστημα: αν και πώς θα συμμετέχουν στον Ημερήσιο Ενεργειακό Προγραμματισμό ή στις Επικουρικές Αγορές, είναι ακόμα υπό διαμόρφωση.
Παρά τις επιδοτήσεις που καλύπτουν ένα σημαντικό μέρος του επενδυτικού κόστους (CAPEX), η πρόσβαση σε τραπεζική χρηματοδότηση παραμένει δύσκολη. Οι τράπεζες επιζητούν σταθερό κανονιστικό πλαίσιο και προβλεψιμότητα εσόδων, κάτι που σύμφωνα με στελέχη της αγοράς προσφέρουν μόνο οι μεγάλοι ενεργειακοί όμιλοι με ισχυρές χρηματοδοτικές γραμμές. Αντίθετα, οι μικρότεροι παίκτες, που δεν ανήκουν σε μεγάλους ομίλους, συχνά αδυνατούν ακόμα και να ξεκινήσουν τις παραγγελίες.
Ποιοι θα προλάβουν
Στον πρώτο διαγωνισμό αποθήκευσης του 2023 εγκρίθηκαν 12 έργα συνολικής ισχύος 411 MW, με επιδότηση λειτουργίας και επένδυσης. Συμμετείχαν επτά εταιρείες: η Helleniq Energy με 3 έργα, η Intra Energy του ομίλου Intrakat με τον ίδιο αριθμό, η ΔΕΗ Ανανεώσιμες με 2 έργα, η Metlen μέσω της Αέναος, η Ενεργειακή Τεχνική, η Energy Bank και μία ενεργειακή κοινότητα.
Η μεσοσταθμική τιμή ενίσχυσης ανήλθε σε 49.748 €/MW/έτος. Ακολούθησαν δύο ακόμη διαγωνισμοί:Στον δεύτερο διαγωνισμό, επιλέχθηκαν 11 έργα ισχύος 288,21 MW, με προσφορές μεταξύ 44.000 και 49.917 €/MW/έτος. Στον τρίτο, δημοπρατήθηκαν 200 MW (με ανώτατο όριο 50 MW ανά συμμετέχοντα), με επιδότηση CAPEX 200.000 €/MW και λειτουργική ενίσχυση έως 145.000 €/MW/έτος.
Στόχος πλέον για την αγορά είναι να ξεκινήσει η σύνδεση των πρώτων μονάδων αποθήκευσης μέσα στο πρώτο δίμηνο του 2026, με την προϋπόθεση ότι θα έχουν λυθεί τα βασικά εμπόδια. Ακόμα και τότε, όμως η τελική ένταξη στο δίκτυο απαιτεί νέα διαδικασία μέτρησης και έγκρισης από τον ΑΔΜΗΕ.
Η κρισιμότητα των έργων
Η βασική πρόκληση κάθε ηλεκτρικού συστήματος είναι η διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ παραγωγής και ζήτησης ενέργειας. Η αποθήκευση λειτουργεί ως ρυθμιστική βαλβίδα: απορροφά πλεονάζουσα ενέργεια όταν η ζήτηση είναι χαμηλή και την απελευθερώνει όταν αυτή αυξάνεται. Έτσι, ενισχύεται η αξιοπιστία του συστήματος, ειδικά σε περιόδους απότομων μεταβολών φορτίου.
Παράλληλα καθώς αυξάνεται η διείσδυση της ηλιακής και της αιολικής ενέργειας, το πρόβλημα της στοχαστικής παραγωγής γίνεται πιο έντονο. Η αποθήκευση ενέργειας με μπαταρίες, αντλησιοταμίευση ή άλλες τεχνολογίες, επιτρέπει την αποθήκευση της «πράσινης» ενέργειας όταν παράγεται και την αξιοποίησή της όταν πραγματικά χρειάζεται, μειώνοντας την εξάρτηση από ρυπογόνες μονάδες αιχμής.
Αποτροπή κορεσμού
Επιπλέον σε περιοχές με υψηλή παραγωγή από ΑΠΕ, η απουσία αποθηκευτικών συστημάτων μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια παραγόμενης ενέργειας λόγω κορεσμού του δικτύου. Η αποθήκευση προσφέρει διέξοδο, μειώνοντας το φαινόμενο του curtailment και διασφαλίζοντας ότι η παραγόμενη ενέργεια δεν πάει χαμένη.
Η δυνατότητα μεταφοράς ενέργειας από τις φθηνές ώρες χαμηλής ζήτησης προς τις ακριβές ώρες αιχμής οδηγεί σε εξοικονόμηση πόρων και μειωμένες τιμές. Παράλληλα, μειώνει την ανάγκη για λειτουργία ακριβών μονάδων.
Για απομονωμένα δίκτυα, όπως τα νησιά, η αποθήκευση μειώνει την εξάρτηση από καύσιμα και εισαγόμενη ενέργεια. Επιπλέον, συμβάλλει στην αντιμετώπιση κρίσεων ή βλαβών, προσφέροντας εφεδρική ισχύ (backup) και ενισχύοντας τη συνολική ανθεκτικότητα του συστήματος.