20/9/2024
Το 2023 χαρακτηρίστηκε το θερμότερο έτος όλων των εποχών με θερμοκρασίες που χτύπησαν «κόκκινο» σε πολλές χώρες, ενώ ανάλογη διαφαίνεται κι η πορεία του 2024 καθώς σε πολλά σημεία του πλανήτη το θερμόμετρο άγγιξε ακόμα και τους 50 βαθμούς Κελσίου.
Ήδη τον περασμένο Ιούλιο ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, έκανε λόγο για «επιδημία ακραίας ζέστης» καλώντας σε λήψη μέτρων για να σωθούν ζωές.
Ο «σιωπηλός δολοφόνος», όμως, είναι αμείλικτος και σκορπά το θάνατο, με δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους να έχουν «σβήσει» από τα κύματα καύσωνα. Την ίδια ώρα, σχεδόν το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού έχει βιώσει τουλάχιστον έναν επιπλέον μήνα ακραίας ζέστης με αρνητικές επιπτώσεις για την υγεία, τη γεωργία και την οικονομία.
Μπορεί οι αρμόδιες αρχές, μεταξύ των οδηγιών που εκδίδουν για την αντιμετώπιση της ζέστης, να καλούν τους πολίτες να παραμένουν σε κλιματιζόμενους χώρους, όμως, αυτό δεν είναι εφικτό για κοινότητες χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων όπου όχι μόνο δε διασφαλίζεται η πρόσβαση σε κλιματιστικό, αλλά ούτε σε ασφαλές πόσιμο νερό.
Η λεγόμενη «cooling poverty», δηλαδή η αδυναμία πρόσβασης σε συστήματα ψύξης, είναι μία ακόμα ανισότητα, συνέπεια της περιβαλλοντικής κρίσης που μαζί με την ενεργειακή φτώχεια πλήττουν σημαντικό τμήμα του πληθυσμού.
Σύμφωνα με μελέτη από το Ευρωμεσογειακό Κέντρο για την Κλιματική Αλλαγή (CMCC) που δημοσιεύθηκε στο Nature, όχι μόνο δεν προβλέπεται οι συνθήκες να βελτιωθούν, αλλά η ανάγκη για περαιτέρω χρήση κλιματιστικού εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής θα αυξηθεί έως το 2050, διευρύνοντας το χάσμα ανάμεσα στους εύπορους και τους φτωχότερους.
Αναλυτικότερα, η έκθεση του ιταλικού ερευνητικού κέντρου για το κλίμα αναφέρει ότι σε διάστημα 25 ετών θα σημειωθεί αύξηση από 27% σε 41% για τα νοικοκυριά που θα χρησιμοποιήσουν κλιματισμό για την αντιμετώπιση των καύσωνα.
Ως αποτέλεσμα θα διπλασιαστεί η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας από 590 σε 1.365 εκατ. τόνους ισοδύναμου διοξειδίου του άνθρακα, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι θα έχουν όλη πρόσβαση σε συστήματα ψύξης.
Αντιθέτως, συνολικά έως και 4 δισ. άνθρωποι ενδέχεται να στερούνται κλιματισμού το 2050 και συγκεκριμένα πολίτες στη Νότια Ασία και την Υποσαχάρια Αφρική θα πληρώσουν το τίμημα πρώτοι, αφού θα πληγούν από τις κλιματικές συνθήκες, χωρίς ωστόσο να έχουν τη δυνατότητα αγοράς και συντήρησης κλιματιστικού.
Όπως τονίζει ο επικεφαλής της έκθεσης και ερευνητής του CMCC, Τζάκομο Φαλκέτα, «στις ιδιαίτερα εκτεθειμένες περιοχές, όπως η Νότια Ασία και η Υποσαχάρια Αφρική, ο κλιματισμός θα είναι ευρέως διαθέσιμος μόνο στους ανθρώπους των υψηλότερων εισοδηματικών ομάδων μέχρι το 2050, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των φτωχότερων νοικοκυριών θα παραμείνει χωρίς πρόσβαση», προσθέτοντας ότι η χρήση του κλιματισμού θα κατανέμεται σε μεγάλο βαθμό άνισα στις εισοδηματικές ομάδες.
Για «συστημικό και πολυδιάστατο ζήτημα» κάνει λόγο η Ενρίκα Ντε Τσαν, εκ των συντακτών της μελέτης και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κα’ Φοσκάρι της Βενετίας, το οποίο συνδέεται με τη δικαιοσύνη γύρω από την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.
Η καθηγήτρια εξήγησε ότι το κόστος του συστήματος ψύξης αναμένεται να εντείνει τις ανισότητες ανάμεσα σε όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα να το «αντέξουν» και σε όσους δυσκολεύονται.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της, τα νοικοκυριά σε αναπτυγμένες χώρες δαπανούν 35% και 42% περισσότερο σε ηλεκτρική ενέργεια κάθε χρόνο από όσους δε διαθέτουν κλιματιστικό. Εκτιμάται, λοιπόν, ότι μέχρι το 2050, 60 εκατ. Ευρωπαίοι και 640 εκατ. Ινδοί θα εκτεθούν σε κύματα καύσωνα και δεν θα έχουν πρόσβαση σε κλιματισμό. «Στη Βραζιλία, την Ινδία και την Ινδονησία, μεταξύ 20% και 30% των νοικοκυριών δεν θα είναι σε θέση να καλύψουν τις ανάγκες ψύξης το 2050, και ως εκ τούτου θα βρεθούν σε κατάσταση θερμικής καταπόνησης», αναφέρει η Ντε Τσαν και συμπληρώνει ότι τα επόμενα 25 χρόνια τουλάχιστον το 80% των πλουσιότερων οικογενειών θα έχει πρόσβαση σε κλιματισμό, ενώ το ίδιο θα ισχύει για μόλις το 2%-23% των φτωχότερων οικογενειών.
Πηγή: https://www.newmoney.gr
Πηγή φωτογραφίας: https://secure.gravatar.com