Ο Κουέντιν Ταραντίνο (Quentin Tarantino) είναι αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ηθοποιός και παραγωγός, ένας από τους πιο ξεχωριστούς κινηματογραφικούς δημιουργούς που εμφανίστηκαν την τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα.
Οι ταινίες του Ταραντίνο είναι κατά βάση θρίλερ και διακρίνονται για τη στυλιζαρισμένη βία, τους κοφτερούς διαλόγους, το μαύρο χιούμορ και τις σινεφιλικές αναφορές τους. Αυτοδίδακτος δημιουργός, έμαθε την τέχνη της κινούμενης εικόνας βλέποντας χιλιάδες ταινίες στο βιντεοκλάμπ όπου εργαζόταν στα νιάτα του και όχι σε κάποια κινηματογραφική σχολή. Ο ίδιος διακηρύσσει σε κάθε ευκαιρία: «Δεν πιστεύω στον ελιτισμό. Δεν νομίζω ότι το κοινό των ταινιών μου είναι κατωτέρου επιπέδου από εμένα. Είμαι το κοινό».
Ο Κουέντιν Τζερόμ Ταραντίνο γεννήθηκε στις 27 Μαρτίου 1963 στο Νόξβιλ του Τενεσί. Ο ιταλικής καταγωγής πατέρας του Τόνι Ταραντίνο ήταν ηθοποιός από τη Νέα Υόρκη, που άφησε έγκυο την ανήλικη μητέρα του κι εξαφανίστηκε πριν από τη γέννηση του παιδιού του. Η μητέρα του Κόνι ΜακΧιού, που εργαζόταν ως νοσοκόμα, μετακόμισε στο Τόρανς της Καλιφόρνιας, όταν ο Κουέντιν ήταν τεσσάρων χρονών.
Η πρώτη επαφή με τον κινηματογράφο
Η σχέση του με τον κινηματογράφο ξεκίνησε από τα παιδικά του χρόνια, όταν συνοδευόμενος από τη γιαγιά του έβλεπε ταινίες του Τζον Γουέιν. Μεγαλώνοντας άρχισε να παραμελεί τα μαθήματά του και να περνά τον χρόνο του, βλέποντας ταινίες και διαβάζοντας κόμικς.
Κάποια στιγμή αποφάσισε να εγκαταλείψει το σχολείο, γεγονός που εξόργισε τη μητέρα του, που του διαμήνυσε ότι αν θέλει ν’ αφήσει το σχολείο θα πρέπει να βρει αμέσως δουλειά. Πράγματι, ο νεαρός Κουέντιν εγκατέλειψε το λύκειο και βρήκε μια δουλειά κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του: θυρωρός σε κινηματογράφο. Στη συνέχεια εργάστηκε σ’ ένα βιντεοκλάμπ της Καλιφόρνιας, όπου είχε την ευκαιρία να βλέπει πλήθος ταινιών και να αποκτήσει μια πλήρη εικόνα της ιστορίας του κινηματογράφου.
Σκηνοθετικό ντεμπούτο με το «Reservoir Dogs» και Όσκαρ σεναρίου για το «Pulp Fiction»
Το 1992 έκανε το σκηνοθετικό ντεμπούτο του με το «Reservoir Dogs», μια βίαιη ταινία για μία αποτυχημένη ληστεία κοσμημάτων, στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Χάρβεί Καϊτέλ μαζί με καλτ ηθοποιούς του αμερικάνικου κινηματογράφου, όπως ο Τιμ Ροθ και ο Στιβ Μπουσέμι, και τον ίδιο. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο φεστιβάλ ανεξάρτητου κινηματογράφου Σάντανς και προσέχτηκε ιδιαίτερα από κοινό και κριτικούς, κάνοντας γνωστό το όνομα του Ταραντίνο.
Φήμη απέκτησε δύο χρόνια αργότερα με το «Pulp Fiction», μία προκλητική ταινία με διασταυρούμενες ιστορίες εγκλημάτων. Η ταινία, στην οποία πρωταγωνιστούσαν ο Τζον Τραβόλτα, ο Σάμιουελ Τζάκσον, ο Μπρους Γουίλις, η Ούμα Θέρμαν και ο Χάρβεϊ Καϊτέλ, κέρδισε τον «Χρυσό Φοίνικα» του Φεστιβάλ των Καννών και ο Ταραντίνο το Όσκαρ σεναρίου.
Την εποχή εκείνη δύο δικά του σενάρια έγιναν ταινίες: «Ιλιγγιώδης Έρωτας» («True Romance», 1993) από τον Τόνι Σκοτ και «Γεννημένοι Δολοφόνοι» («Natural Born Killers», 1994) από τον Όλιβερ Στόουν.
Το 1997 παρουσίασε την τρίτη του ταινία με τίτλο «Τζάκι Μπράουν» («Jackie Brown»), που ήταν προσαρμογή ενός μυθιστορήματος του Έλμορ Λέοναρντ, με πρωταγωνίστρια την Παμ Γκριρ που υποδυόταν μία αεροσυνοδό μπλεγμένη σε εγκληματικές δραστηριότητες. Μαζί της γνωστοί ηθοποιοί, όπως ο Σάμιουελ Τζάκσον, ο Μάικλ Κίτον και η Μπρίτζετ Φόντα.
«Kill Bill», «Άδωξοι Μπάσταρδη» και νέο χρυσό αγαλματίδιο για το «Django, ο Τιμωρός»
Το 2003 ο Ταραντίνο επανήλθε δυναμικά στις κινηματογραφικές αίθουσες με την ταινία δράσης «Kill Bill: Vol. 1» με ηρωίδα μια επαγγελματία δολοφόνο με το ψευδώνυμο «Νύμφη» (στο ρόλο η Ούμα Θέρμαν) που ζητά εκδίκηση από το πρώην αφεντικό της (Ντέιβιντ Καραντάιν). Τον επόμενο χρόνο παρουσίασε τη συνέχεια της με τίτλο «Kill Bill: Vol. 2».
Ακολούθησε το θρίλερ «Death Proof» (2007), που ήταν ένας φόρος τιμής στα b-movies, με πρωταγωνιστή τον Κερτ Ράσελ στο ρόλο ενός ψυχοπαθούς κασκαντέρ που σκοτώνει όμορφες γυναίκες.
Οι τρεις επόμενες ταινίες του ήταν μια αρκετά προσωπική προσέγγιση στην ιστορία. Το «Άδωξοι Μπάσταρδη» («Inglourious Basterds», 2009), που εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ακολουθεί μία ομάδα αμερικανοεβραίων στρατιωτών που εκπαιδεύτηκαν να σκοτώνουν τους Ναζί στην κατεχόμενη Γαλλία. Τους ενσαρκώνουν ηθοποιοί, όπως ο Κριστόφ Βαλτς και ο Μπραντ Πιτ.
Ο «Django, ο Τιμωρός» («Django Unchained», 2012) εκτυλίσσεται στον Αμερικάνικο Νότο, αμέσως μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου και παρακολουθεί την ιστορία ενός απελεύθερου σκλάβου (στο ρόλο ο Τζέιμι Φοξ) που προσπαθεί να διασώσει τη σύζυγό του από έναν σκληρό ιδιοκτήτη φυτειών (Λεονάρντο ντι Κάπριο). Ο Ταραντίνο κέρδισε Όσκαρ για το σενάριο της ταινίας.
«Οι Μισητοί Οκτώ» και «Κάποτε στο… Χόλιγουντ»
Παραμένοντας στην εποχή αμέσως μετά τη λήξη του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, παρουσίασε το 2015 το γουέστερν «Οι Μισητοί Οκτώ» («The Hateful Eight», μια κλειστοφοβική ταινία που εκτυλίσσεται σ’ ένα πανδοχείο κατά τη διάρκειας μιας χιονοθύελλας και στην οποία πρωταγωνιστεί πλειάδα γνωστών ηθοποιών (Σάμιουελ Τζάκσον, Κερτ Ράσελ, Τιμ Ροθ, Μάικλ Μάντσεν, Μπρους Ντερν).
Η πιο πρόσφατη ταινία του Ταραντίνο είναι το «Κάποτε στο… Χόλιγουντ» («Once Upon a Time… in Hollywood», 2019), που επικεντρώνεται σ’ έναν ξεχασμένο ηθοποιό (Λεονάρντο Ντι Κάπριο) και τον κασκαντέρ του (Μπραντ Πιτ) σε μια εποχή αλλαγών για το Χόλιγουντ.
Ήταν η πρώτη ταινία του Ταραντίνο στην οποία δεν θα συμμετείχαν ως παραγωγοί οι αδελφοί Γουαϊνστάιν, καθώς ο Ταραντίνο έληξε τη συνεργασία μαζί τους μετά τις κατηγορίες για σεξουαλικές επιθέσεις κατά του Χάρβεϊ Γουαϊνστάιν. Ήταν και η τελευταία ταινία του Λουκ Πέρι, ο οποίος πέθανε τον Μάρτιο του 2019. Βασισμένο στην ταινία είναι το πρώτο μυθιστόρημά του «Κάποτε στη Δύση», που κυκλοφόρησε το 2020 (στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα»).
Στην προσωπική του ζωή, γνωστοί είναι οι δεσμοί του με την ηθοποιό Μάιρα Σορβίνο και τη σκηνοθέτιδα Σοφία Κόπολα. Από το 2018 είναι νυμφευμένος με την ισραηλινή ηθοποιό Ντανιέλα Πικ, με την οποία έχει αποκτήσει ένα παιδί.
Πηγή: https://www.sansimera.gr