Ο Νικολάι Γκόγκολ ήταν ρωσο-ουκρανός συγγραφέας, που θεωρείται ο πατέρας του ρωσικού ρεαλισμού. Η μεγάλη παράδοση του ρωσικού μυθιστορήματος – χάρη στην οποία η Ρωσία κατέκτησε μία από τις πρώτες θέσεις στην παγκόσμια λογοτεχνία – οφείλει κατά πολύ το ξεκίνημά της στη συμβολή του Γκόγκολ. Τα έργα του (διηγήματα, μυθιστορήματα και θεατρικά) ξεχωρίζουν για το καυστικό χιούμορ και τον λυρισμό τους. Ο ίδιος χαρακτήριζε το συγγραφικό έργο του «ορατό γέλωτα με αόρατα δάκρυα».
Ο Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ (Γόγολ τον προφέρουν οι Ουκρανοί, Γκόγκαλ οι Ρώσοι) γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου 1809 στο Σορότσιντσι της Πολτάβας, περιοχής της αριστερής όχθης του Δνείπερου, που κατοικούνταν από Κοζάκους και ανήκε στη Ρωσική Αυτοκρατορία (σήμερα στην Ουκρανία). Ο πατέρας του Βασίλι Γκόγκολ-Γιανόφσκι ασχολείτο με τα πατρικά κτήματα και παράλληλα έγραφε ποιήματα και θεατρικά έργα. Ήταν αυτός που τον μύησε στον κόσμο της λογοτεχνίας. Η μητέρα του Μαρία Ιβάνοβνα ήταν μία ευαίσθητη και θεοσεβούμενη, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάπλαση του χαρακτήρα του.
Tα πρώτα δημοσιευμένα έργα
Σε ηλικία 16 ετών, ο Νικολάι Γκόγκολ δημοσίευσε τα πρώτα του έργα, τα διηγήματα «Εγκαίνια νέας κατοικίας», «Οι αδερφοί Τβιορντισλάβιτς», «Κάτι τι για το Νεζίν». Το 1828 πήγε στην Αγία Πετρούπολη γεμάτος όνειρα για μια θέση δημοσίου υπαλλήλου, αλλά ήταν αρκετά δύσκολο να πετύχει τον στόχο του χωρίς τις κατάλληλες γνωριμίες. Το λογοτεχνικό του έργο επίσης δεν βρήκε την ανταπόκριση που περίμενε ο νεαρός συγγραφέας, ενώ η απόπειρά του να γίνει ηθοποιός δεν στέφθηκε από επιτυχία.
Η γνωριμία με τον Πούσκιν
Ύστερα από ένα σύντομο ταξίδι στη Γερμανία επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη και δημοσίευσε μια σειρά διηγημάτων. Το 1831 γνώρισε τον Αλεξάντρ Πούσκιν και η φιλία του με τον διάσημο ποιητή της Ρωσίας είχε μεγάλη επίδραση στη ζωή και το έργο του. Ο τραγικός θάνατος του Πούσκιν το 1837 τον επηρέασε βαθύτατα: «Έδυσε ο ήλιος της ζωής μου. Δεν έχω τώρα κανένα για τον οποίο να γράψω».
Στο περιοδικό του Πούσκιν «Ο Σύγχρονος» πρωτοπαρουσιάστηκε το σαρκαστικό, σουρεαλιστικό του διήγημα «Η Μύτη» (1836), ενώ το θέμα των δύο αριστουργημάτων του «Επιθεωρητής» και «Νεκρές Ψυχές» του το προσέφερε ο ίδιος ο Πούσκιν.
Το 1835 δημοσίευσε άλλα δύο σημαντικά έργα: τη νουβέλα «Ταράς Μπούλμπα», στην οποία εξυμνούνται οι παραδόσεις των Κοζάκων της Ζαπορίζια και το διήγημα «Το ημερολόγιο ενός τρελού», γνωστό και από τη θεατρική του προσαρμογή.
«Ο επιθεωρητής» και οι «Νεκρές Ψυχές»
Η αναγνώριση για τον Γκόγκολ ήρθε το 1836 με το θεατρικό του έργο «Ο επιθεωρητής», μια έξοχη κωμωδία, που καυτηριάζει ανελέητα τη διαφθορά της γραφειοκρατίας των χρόνων του τσάρου Νικολάου Α’ και προκάλεσε την αντίδραση των συντηρητικών κύκλων της Αγίας Πετρούπολης, αλλά και του δημοσιοϋπαλληλικού κόσμου.
Ο Γκόγκολ αναγκάστηκε να καταφύγει στη Ρώμη, όπου άρχισε να γράφει το σημαντικότερο έργο του με τον τίτλο «Νεκρές Ψυχές». Αυτό το μυθιστόρημα ή «έπος», όπως το χαρακτήριζε ο συγγραφέας του, δίνει την εικόνα της φεουδαρχικής Ρωσίας με τη δουλοπαροικία και τις γραφειοκρατικές της αισχρότητες.
Το σημαντικότερο διήγημα του, «Το Παλτό»
Κυκλοφόρησε το 1842, την ίδια χρονιά με ένα από τα σημαντικότερα διηγήματά του «Το Παλτό», στο οποίο ήρωας είναι ένας φτωχός γραφιάς, που καταφέρνει, ύστερα από ανείπωτες θυσίες, να αποκτήσει ένα καλό παλτό. Όταν του το κλέβουν, πεθαίνει από τη λύπη του. Η τραγωδία του ασήμαντου αυτού ανθρωπάκου ήταν δοσμένη με τόσο σημαντικές μικρολεπτομέρειες, ώστε έκανε τον Ντοστογιέφσκι, πολλά χρόνια αργότερα, να πει ότι όλοι οι Ρώσοι ρεαλιστές βγήκαν «μέσα από το παλτό του Γκόγκολ». Την ίδια άποψη είχαν εκφράσει μεταξύ άλλων ο Λέων Τολστόι και ο Άντον Τσέχοφ.
Οι «Νεκρές Ψυχές» επαινέθηκαν από τους δημοκρατικούς διανοούμενους του κλίματος του λογοτεχνικού κριτικού Βησσαρίωνος Μπελίνσκι, επειδή είδαν στο μυθιστόρημα αυτό ένα έργο διαποτισμένο από το πνεύμα των δικών τους ιδεών και επιδιώξεων.
Η σύγκρουση με τον Μπελίνσκι και η έντονη επιρροή ενός φανατικού ορθόδοξου ιερέα
Ο θαυμασμός τους όμως για τον Γκόγκολ δεν κράτησε για πολύ. Το 1847 δημοσίευσε το βιβλίο «Επιλεγμένα αποσπάσματα από την αλληλογραφία με φίλους, μια συλλογή 32 κειμένων που εξυμνούσαν όχι μόνο τη συντηρητική επίσημη Εκκλησία, αλλά και την ίδια εκείνη εξουσία του τσάρου, που, πριν από λίγα χρόνια, είχε τόσο αμείλικτα καυτηριάσει. Όπως ήταν επόμενο, το βιβλίο του αυτό χτυπήθηκε άγρια από τους αλλοτινούς θαυμαστές του, με επικεφαλής τον Μπελίνσκι, ο οποίος, με ένα ξέσπασμα αγανάκτησης σε μία επιστολή του, τον αποκάλεσε «ευαγγελιστή του κνούτου και απολογητή του σκοταδισμού και της πιο μαύρης καταπίεσης».
Την περίοδο αυτή της ζωής του, ο Γκόγκολ βρισκόταν υπό την έντονη επιρροή ενός φανατικού ορθόδοξου ιερέα, ονόματι Ματφέι Κονσταντινόφσκι. Θεωρούσε τον εαυτό του αμαρτωλό, έκαψε τα τελευταία του χειρόγραφα και ζούσε με προσευχές και ασκητισμό. Μάλιστα, το 1848 πραγματοποίησε ένα προσκυνηματικό ταξίδι στους Αγίους Τόπους.
Με καταβεβλημένη την υγεία του από διαρκείς νευρικές κρίσεις και τον πυρετό που τον ταλαιπωρούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Νικολάι Γκόγκολ πέθανε στη Μόσχα στις 21 Φεβρουαρίου 1852, σε ηλικία 42 ετών.