Ο ζωγράφος Κωνσταντίνος Βολανάκης θεωρείται ο πατέρας της ελληνικής θαλασσογραφίας. Μαζί με τον Νικόλαο Γύζη και τον Νικηφόρο Λύτρα συγκροτούν την τριανδρία των πλέον διακεκριμένων εκπροσώπων της «Σχολής του Μονάχου». Αν και ξεκίνησε από την τοπιογραφία, ο Βολανάκης εξελίχθηκε σ’ έναν από τους σημαντικότερους έλληνες θαλασσογράφους, απεικονίζοντας ναυμαχίες, σκηνές από λιμάνια, καράβια και καΐκια, αλλά και σημαντικά γεγονότα του κοινωνικού βίου.
Οι συνθέσεις του, λυρικές και ατμοσφαιρικές, χαρακτηρίζονται από χρωματική αρμονία και επιμελημένη απόδοση των λεπτομερειών και φανερώνουν τη μελέτη της ολλανδικής θαλασσογραφικής παράδοσης. Στα τοπία του διαφαίνονται επιδράσεις της Σχολής της Μπαρμπιζόν και του έργου του Καμίλ Κορό, ενώ δεν λείπουν και οι απηχήσεις του γαλλικού ιμπρεσιονισμού.
Οι θαλασσογραφίες του πωλούνται σε τιμές ρεκόρ για Έλληνα ζωγράφο
Τα τελευταία χρόνια ο ζωγράφος, που έζησε για πολλά χρόνια μέσα στην ένδεια, είναι ιδιαίτερα δημοφιλής και ακριβός. Πίνακές του και κυρίως οι θαλασσογραφίες του κοσμούν τα σαλόνια ελλήνων εφοπλιστών σε Ελλάδα και Λονδίνο. Στις 11 Νοεμβρίου 2008, η θαλασσογραφία του «H αποβίβαση του Καραϊσκάκη στο Φάληρο» πωλήθηκε σε δημοπρασία του οίκου Σόθμπις αντί του ποσού των 1.970.855 ευρώ, ρεκόρ για πίνακα έλληνα ζωγράφου.
Από το έργο του ξεχωρίζουν οι πίνακες: «Η ναυμαχία της Λίσσα», «Πανηγύρι στο Μόναχο», «Το λιμάνι του Βόλου τη νύχτα», «Η ναυμαχία της Σαλαμίνας», «Σπρώχνοντας προς τη θάλασσα», «Κατά μήκος της ακτής», «H πυρπόληση της τουρκικής φρεγάτας», «Η διάνοιξη του Ισθμού της Κορίνθου» και «Η έξοδος του Άρεως».
Πατρίδα του η θάλασσα
Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης γεννήθηκε στις 17 Μαρτίου 1837 στο Ηράκλειο της τότε τουρκορατούμενης Κρήτης. Οι γονείς του έφυγαν γρήγορα για τη Σύρο και αργότερα για τον Πειραιά. Από λιμάνι σε λιμάνι, το νεαρό παιδί προλαβαίνει να γνωρίσει μόνο μία πραγματική «ιδιαίτερη πατρίδα», τη θάλασσα.
Οι γονείς του τον προόριζαν για έμπορο και μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο το 1856, τον έστειλαν να εργαστεί ως λογιστής στον οίκο εμπορίας ζάχαρης του γαμπρού του Γεωργίου Αφεντούλη. Ο Αφεντούλης, αντιλαμβανόμενος γρήγορα το ταλέντο του Βολανάκη στη ζωγραφική και παρά τις αντιρρήσεις των γονέων του, τον έστειλε να σπουδάσει στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου το 1860.
Εκεί είχε ως δάσκαλο τον Καρλ φον Πιλότι και συμμαθητή τον Νικόλαο Γύζη. Θα αποφοιτήσει με άριστα και θα μείνει ως επιμελητής στην τάξη του Πιλότι, που ήταν ένας από τους πλέον διακεκριμένους δασκάλους της τέχνης την εποχή εκείνη.
Τα πρώτα έργα και η δουλειά στο Σχολείο των Τεχνών
Ένα από τα πρώτα έργα είχε ως θέμα τη ναυμαχία της Λίσσας μεταξύ Αυστριακών και Ιταλών, που βραβεύτηκε το 1866. Δύο χρόνια αργότερα αγοράστηκε από τον αυτοκράτορα της Αυστρο-Ουγγαρίας Φραγκίσκο-Ιωσήφ και τώρα βρίσκεται στα ανάκτορα του Χόφμπουργκ της Βιέννης.
Το 1872 συμμετείχε στην έκθεση της Λέσχης Τέχνης του Μονάχου (Kunstverein München) και το 1873 στη Διεθνή Έκθεση της Βιέννης. Ένας από τους πιο γνωστούς πίνακες εκείνης της περιόδου ήταν το «Πανηγύρι στο Μόναχο» (1876), στην τεχνοτροπία του οποίου είναι φανερές οι επιδράσεις του τότε αναδυόμενου ιμπρεσιονισμού. Στο έργο επικρατεί το ατμοσφαιρικό στοιχείο, η επισήμανση του φωτός πάνω στη φόρμα και τα ελεύθερα περιγράμματα.
Το 1883 επέστρεψε στην Ελλάδα και διορίστηκε καθηγητής της στοιχειώδους γραφικής στο Σχολείο των Τεχνών (νυν Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών). Στη συνέχεια ανέλαβε την έδρα της αγαλματογραφίας, από την οποία παραιτήθηκε το 1903 για λόγους υγείας.
Ζωγράφιζε για να συντηρήσει την οικογένεια του
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αντιμετώπισε μεγάλα οικονομικά προβλήματα, καθώς ο μισθός του καθηγητή ήταν μικρός. Αναγκαζόταν έτσι να ζωγραφίζει ακατάπαυστα προκειμένου να συντηρεί την πολυμελή οικογένειά του, με αποτέλεσμα το έργο του αυτής της περιόδου να θεωρείται άνισο. Το 1895 ίδρυσε ιδιωτική σχολή ζωγραφικής στον Πειραιά, όπου είχε εγκατασταθεί, ενώ εργάστηκε ακόμη και σε κορνιζάδικο.
Το 1889 τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό του Σωτήρος. Το 1903 εξέθεσε στη διεθνή έκθεση της Αθήνας και απέσπασε αργυρό βραβείο.
Από τους μαθητές του ξεχωρίζουν οι θαλασσογράφοι Βασίλειος Χατζής και Ιωάννης Κούτσης, καθώς και οι Γεώργιος Μπουζιάνης, Στέλιος Μηλιάδης, Μιχάλης Οικονόμου και Άγγελος Γιαλλινάς.
Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης πέθανε στις 29 Ιουνίου 1907 στην Πειραιά, σε ηλικία 70 ετών, από επιπλοκές κήλης. «Έφυγε» ξεχασμένος και κατά τη μαρτυρία του Παύλου Νιρβάνα, πέντε άνθρωποι ακολούθησαν την κηδεία του, που έγινε την ημέρα των δημοτικών εκλογών. Ήταν νυμφευμένος με τη Φανή Χρηστίδου, με την οποία απέκτησε επτά παιδιά: την Πολυξένη, τον Γεώργιο, τον Δημήτριο, τον Άγγελο, την Μαίρη, τον Μιλτιάδη, δικηγόρο που έγραψε τη βιογραφία του πατέρα του και τον Σπυρίδωνα.
Έργα του Κωνσταντίνου Βολανάκη υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη και σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές.
Πηγή: https://www.sansimera.gr