Χολοντομόρ (Holodomor) ονομάστηκε από τους Ουκρανούς ο λιμός που εκδηλώθηκε στην τότε Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ουκρανίας από το 1932 έως το 1933 και κορυφώθηκε στα τέλη της άνοιξης του 1933. Ήταν μέρος ενός ευρύτερου λιμού (1931–1934) που προκάλεσε επίσης μαζική πείνα σε σιτοπαραγωγές περιοχές της Σοβιετικής Ρωσίας και του Σοβιετικού Καζακστάν.
Ωστόσο, ο ουκρανικός λιμός ήταν πιο θανατηφόρος, εξαιτίας μιας σειράς πολιτικών αποφάσεων του Στάλιν που στόχευαν αποκλειστικά να πλήξουν την ουκρανική ταυτότητα. Αναγνωρίζοντας τα καταστροφικά του αποτελέσματα και τα εκατομμύρια των θυμάτων που προκάλεσε, ο λιμός του 1932-1933 ονομάστηκε από τους Ουκρανούς «Χολοντομόρ» (Holodomor), όρος που παραπέμπει στις ουκρανικές λέξεις «holod» (πείνα) και «mor» (εξόντωση).
Η γενεσιουργή αιτία του λιμού βρισκόταν στην απόφαση του σοβιετικού ηγέτη Ιωσήφ Στάλιν να κολλεκτιβοποιήσει τη γεωργία το 1929. Ομάδες υποκινητών του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ) ανάγκασαν τους αγρότες να εγκαταλείψουν τη γη τους, την προσωπική τους περιουσία και μερικές φορές τα σπίτια τους στα συλλογικά αγροκτήματα, ενώ απέλασαν τους πλουσιότερους αγρότες, τους λεγόμενους κουλάκους.
Η κολεκτιβοποίηση της γεωργίας οδήγησε σε πτώση της παραγωγής, αποδιοργάνωση της αγροτικής οικονομίας και σε πρωτοφανείς ελλείψεις τροφίμων. Πυροδότησε επίσης μια σειρά αγροτικών εξεγέρσεων, συμπεριλαμβανομένων των ένοπλων εξεγέρσεων, σε ορισμένες περιοχές της Ουκρανίας.
Η αναταραχή και οι εξεγέρσεις ανησύχησαν τον Στάλιν, επειδή εκτυλίσσονταν σε επαρχίες που, μία δεκαετία νωρίτερα, είχαν πολεμήσει ενάντια στον Κόκκινο Στρατό κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου. Τον ανησύχησε επίσης η αντίσταση στην κρατική αγροτική πολιτική μέσα στις τάξεις του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ουκρανίας. «Αν δεν κάνουμε τώρα προσπάθεια να βελτιώσουμε την κατάσταση στην Ουκρανία», έγραψε στον σύντροφο και πιστό οπαδό του Λάζαρ Καγκάνοβιτς τον Αύγουστο του 1932, «μπορεί να χάσουμε την Ουκρανία».
Εκείνο το φθινόπωρο του 1932 το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΣΕ πήρε μία σειρά από αποφάσεις που διεύρυναν και βάθυναν τον λιμό στην ουκρανική ύπαιθρο. Χωριά και ολόκληρες πόλεις στην Ουκρανία μπήκαν σε μαύρες λίστες και δεν επιτρεπόταν να λαμβάνουν τρόφιμα. Απαγορεύτηκε στους αγρότες να εγκαταλείπουν το ουκρανικό έδαφος προς αναζήτηση τροφής. Παρά την αυξανόμενη πείνα και τα αιτήματα για αποστολή τροφίμων στις λιμοκτονούσες περιοχές, δεν ικανοποιούνταν στην ολότητά τους.
Η κρίση έφτασε στο αποκορύφωμά της τον χειμώνα του 1932–1933, όταν οργανωμένες ομάδες ενστόλων και απαράτσνικων λεηλάτησαν τα σπίτια των αγροτών και πήραν ό,τι φαγώσιμο υπήρχε – από σοδιές και προσωπικές προμήθειες μέχρι κατοικίδια ζώα. Η πείνα και ο φόβος οδήγησαν σε αυτές τις αποτρόπαιες ενέργειες, αλλά ενισχύθηκαν από την απεχθή και συνωμοτική ρητορική που εκπορευόταν από τα υψηλότερα κλιμάκια του Κρεμλίνου.
Μεταξύ 1931 και 1934, τουλάχιστον πέντε εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στην Σοβιετική Ένωση, εξαιτίας του λιμού και των πολιτικών επιλογών του Στάλιν. Από αυτούς τα 3,9 εκατομμύρια ήταν Ουκρανοί, σύμφωνα με μια μελέτη που διεξήχθη από ομάδα Ουκρανών δημογράφων. Τα αστυνομικά αρχεία βρίθουν περιγραφών για περιπτώσεις κανιβαλισμού, κλοπών, λιντσαρίσματος και άλλων ανόμων πράξεων.
Μαζικοί τάφοι σκάφτηκαν σε όλη την ύπαιθρο για να ταφούν τα εκατομμύρια των θυμάτων. Η πείνα επηρέασε επίσης τον αστικό πληθυσμό, αν και πολλοί ήταν σε θέση να επιβιώσουν χάρη στα δελτία τροφίμων. Ωστόσο, τα πτώματα ήταν σε κοινή θέα στους δρόμους των μεγαλυτέρων πόλεων της Ουκρανίας.
Ο λιμός συνοδεύτηκε από μία ευρύτερη επίθεση στην ουκρανική ταυτότητα. Ενώ οι αγρότες πέθαιναν κατά εκατομμύρια, πράκτορες των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών στόχευαν την πολιτική και πνευματική ελίτ της Ουκρανίας. Η επίσημη πολιτική της ουκρανοποίησης, η οποία είχε ενθαρρύνει τη χρήση της ουκρανικής γλώσσας, ουσιαστικά σταμάτησε.
Επιπλέον, όσοι συνδέονταν με τη βραχύβια Λαϊκή Δημοκρατία της Ουκρανίας – μία αυτόνομη κρατική οντότητα που είχε ανακηρυχθεί τον Ιούνιο του 1917 στον απόηχο της Φεβρουαριανής Επανάστασης του ίδιου χρόνου, αλλά διαλύθηκε μετά την κατάκτηση του ουκρανικού εδάφους από τους Μπολσεβίκους – υποβλήθηκαν σε βίαια αντίποινα.
Όλοι όσοι στοχοποιήθηκαν κινδύνευαν να φυλακιστούν, να σταλούν στα Γκουλάγκ (ένα σύστημα σοβιετικών φυλακών και στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας) ή να εκτελεστούν. Ένα από τα υψηλόβαθμα στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ουκρανίας, ο Μίκολα Σκρίπνικ, προτίμησε να αυτοκτονήσει, παρά να συρθεί στις δίκες παρωδία του Στάλιν.
Οι σοβιετικοί γραφειοκράτες αποσιωπούσαν σκόπιμα τα νέα του λιμού και στελέχη του ΚΚΣΕ δεν τον ανέφεραν δημόσια. Οι δυτικοί δημοσιογράφοι με έδρα τη Μόσχα έλαβαν οδηγίες να μην γράφουν γι’ αυτόν. Ένας από τους πιο διάσημους ανταποκριτές της Μόσχας εκείνη την εποχή, ο Γουόλτερ Ντουράντι των Νιου Γιορκ Τάιμς, έκανε τα πάντα για να υποβαθμίσει τις αναφορές για την πείνα όταν δημοσιεύτηκαν από έναν νεαρό ανεξάρτητο δημοσιογράφο, τον Γκάρεθ Τζόουνς, καθώς πίστευε ότι «η κρίση του κυρίου Τζόουνς ήταν κάπως βιαστική».
Ο ίδιος ο Στάλιν έφτασε στο σημείο να εξαφανίσει τα αποτελέσματα μιας απογραφής που έγινε το 1937. Οι επικεφαλής αυτής της απογραφής συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν, επειδή τα στοιχεία αποκάλυπταν τον αποδεκατισμό του πληθυσμού της Ουκρανίας.
Αν και ο λιμός συζητήθηκε κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής της Ουκρανίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έγινε ξανά ταμπού κατά τη διάρκεια των μεταπολεμικών χρόνων. Η πρώτη δημόσια αναφορά στη Σοβιετική Ένωση για τον λιμό έγινε το 1986 από τον ουκρανό ποιητή Ιβάν Ντρατς, στον απόηχο της καταστροφής του πυρηνικού σταθμού του Τσερνομπίλ, αναφέροντάς τον ως παράδειγμα για το πόσο επιζήμια μπορεί να είναι η επίσημη σιωπή.
Λόγων των εκατομμυρίων θυμάτων και της σιωπής του Κρεμλίνου για περισσότερο από μισό αιώνα, ο λιμός παίζει μεγάλο ρόλο στη συλλογική μνήμη της Ουκρανίας, ιδιαίτερα μετά την ανεξαρτησία της το 1991. Μνημεία για τον εορτασμό του Χολοντομόρ έχουν στηθεί από την ουκρανική κυβέρνηση, καθώς και από την ουκρανική διασπορά. Η Ημέρα Μνήμης του Χολοντομόρ τιμάται κάθε χρόνο το τέταρτο Σάββατο του Νοεμβρίου (26 Νοεμβρίου 2022).
Πηγή: https://www.sansimera.gr