Ο Μικελάντζελο Αντονιόνι (Michelangelo Antonioni) ήταν ιταλός σκηνοθέτης, από τους κορυφαίους δημιουργούς στην ιστορία του κινηματογράφου. Υπήρξε ανατόμος της γυναικείας ψυχοσύνθεσης, ιδιαίτερα με την «Τριλογία της Αλλοτρίωσης» και ανέδειξε τη διαβρωτική επίδραση της βιομηχανικής ανάπτυξης, όχι μόνο στο περιβάλλον, αλλά και στην ψυχική ισορροπία του ατόμου («Η Κόκκινη Έρημος»). Αποκλήθηκε «προφήτης της αλλοτρίωσης» και «ποιητής της ασυνεννοησίας». Η δομή των ταινιών του δεν στρέφεται ποτέ γύρω από την παραδοσιακή πλοκή και την ανάλυση χαρακτήρων. Οι ταινίες του είναι ένα είδος μεταφοράς της ανθρώπινης εμπειρίας παρά η καταγραφή της.
Ο Μικελάντζελο Αντονιόνι γεννήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1912 στη Φεράρα, μία ιστορική πόλη της βόρειας Ιταλίας. Μεγαλωμένος σε μεσοαστικό οικογενειακό περιβάλλον, ενδιαφέρθηκε από νωρίς για την τέχνη και κυρίως για την αρχιτεκτονική και τη ζωγραφική. Σπούδασε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μανιωδώς κινηματογράφο κι έγραφε κριτική κινηματογράφου στην εφημερίδα της γενέτειράς του «Il Corriere Padano», που εξέδιδε ο μεγαλοφασίστας Ίταλο Μπάλμπο.
Το 1939 αποφάσισε να κάνει καριέρα στον κινηματογράφο και κατέβηκε στη Ρώμη για να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Σύντομα έγινε μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού «Cinema», που εξέδιδε ο Βιτόριο Μουσολίνι (γιος του ιταλού δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι), ενώ για μερικούς μήνες παρακολούθησε μαθήματα σε σχολή κινηματογράφου. Στη συνέχεια συνεργάστηκε ως σεναριογράφος σε ταινίες, όπως οι «Pilota ritorna» (1942) του Ρομπέρτο Ροσελίνι, «Οι επισκέπτες της νύχτας» («Les visiteurs du soir») του Μαρσέλ Καρνέ (1942) και αργότερα «Ο Λευκός Σεΐχης» (« Lo Sceicco Bianco», 1952) του Φεντερίκο Φελίνι.
Το 1943 ξεκίνησε να γυρίζει την πρώτη του ταινία, το ντοκιμαντέρ «Οι άνθρωποι του Πάδου» («Gente del Ρο»), η ολοκλήρωση του οποίου διακόπηκε από το χάος της ήττας της Ιταλίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Για ένα διάστημα κέρδιζε το ψωμί του μεταφράζοντας από τα Γαλλικά, ύστερα έγινε κριτικός κινηματογράφου στην αντιστασιακή εφημερίδα «Italia Libera» κι έγραψε μερικά σενάρια που δεν γυρίστηκαν ποτέ. Το 1947 παρουσίασε σε ολοκληρωμένη μορφή την ταινία του, η οποία όχι μόνο επαινέθηκε, αλλά θεωρείται η αφετηρία του μεταπολεμικού ντοκιμαντέρ και προάγγελος του νεορεαλισμού. Το ντοκιμαντέρ του Αντονιόνι άνοιξε νέους δρόμους, καθώς έχει ως θέμα της ανθρώπους (ψαράδες και βαρκάρηδες του Πάδου) και όχι αντικείμενα ή τόπους.
Ακολούθησαν άλλες έξι μικρού μήκους ταινίες και το 1950 ο Μικελάντζελο Αντονιόνι παρουσίασε την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους με τίτλο «Το χρονικό μιας αγάπης» («Cronaca di un amore»), ένα μελοδραματικό νουάρ, που αμέσως τον επέβαλε ως ένα υπολογίσιμο ταλέντο του ιταλικού κινηματογράφου.
Η εκτίμηση των κριτικών για τον Αντονιόνι έφτασε στο απόγειό της με τη λεγόμενη «Τριλογία της Αλλοτρίωσης», που έχει ως θέμα της τη συναισθηματική αποξένωση του σύγχρονου ανθρώπου των πόλεων και την απουσία της πραγματικής αγάπης στις σχέσεις των ζευγαριών. Την «Τριλογία της Αλλοτρίωσης» συγκροτούν οι ταινίες «Η περιπέτεια» («L ’Avventura», 1960), «Η Νύχτα» («La Notte», 1961), η οποία τιμήθηκε με τη «Χρυσή Άρκτο» του Φεστιβάλ του Βερολίνου και «Στην έξαψη του πάθους» («L’ Eclisse», 1962). Και στις τρεις πρωταγωνιστεί η Μόνικα Βίτι, μούσα και ερωμένη του εκείνη την περίοδο, πλαισιούμενη από τους Γκαμπριέλε Φερτσέτι, Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και Αλέν Ντελόν αντίστοιχα.
Το 1964 γύρισε την πρώτη του έγχρωμη ταινία με τίτλο «Η Κόκκινη Έρημος» («Deserto rosso»), με πρωταγωνίστρια και πάλι τη Μόνικα Βίτι στο ρόλο μιας γυναίκας που διχάζεται ανάμεσα στον άντρα της και σ’ ένα ρομαντικό συνάδελφό του. Στην ταινία του αυτή, ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί το χρώμα για να εκφράσει συναισθήματα. Η προσπάθειά του όμως αυτή θεωρήθηκε από ορισμένη μερίδα κριτικών χοντροκομμένη και διανοητικά εξεζητημένη. Η ταινία απέσπασε το μεγάλο βραβείο («Χρυσός Λέων») του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.
Ακολούθησε η πρώτη του αγγλόφωνη ταινία με τίτλο «Μπλόου-Απ» («Blowup», 1966), που βασίζεται στο διήγημα του Χούλιο Κορτσάσαρ «Τα σάλια του διαβόλου» («Las babas del diablo») και βραβεύτηκε με το «Χρυσό Φοίνικα» του Φεστιβάλ των Καννών την ίδια χρονιά, ενώ ο Αντονιόνι ήταν υποψήφιος για τα Όσκαρ σκηνοθεσίας και σεναρίου το 1967. Με φόντο το ψυχεδελικό και βροχερό Λονδίνο, η ταινία είναι ένα σχόλιο πάνω στην «απάτη» της εικόνας. Ένας φωτογράφος (Ντέιβντ Χέμινγκς) φωτογραφίζει τυχαία σ’ ένα πάρκο ένα αγκαλιασμένο ζευγάρι. Η γυναίκα (Βανέσα Ρεντργκρέιβ) το αντιλαμβάνεται και ζητά το φιλμ. Όταν αυτός της δίνει ένα αντίγραφο και αυτή το μεγεθύνει θα ανακαλύψει ένα πτώμα. Η εμπορική επιτυχία της ταινίας ήταν μεγάλη έκπληξη για όλους, αν και ο μη μυημένος θεατής στο έργο του σκηνοθέτη θα ένιωσε αμηχανία από τη χαρακτηριστική έλλειψη δομής και ξεκάθαρης δράσης.
Το 1970 γύρισε την πρώτη αμερικανική ταινία του με τίτλο «Ζαμπρίσκι Πόιντ» («Zabriskie Point»), με θέμα τον χιπισμό και το νεανικό κίνημα της δεκαετίας του ‘60. Στο σενάριο της ταινίας συνεισέφερε ο θεατρικός συγγραφέας Σαμ Σέπαρντ, στη μουσική οι Pink Floyd, οι Rolling Stones, οι Grateful Dead, ενώ το κύριο θέμα συνέθεσε ο Ρόι Όρμπισον. Σ’ ένα ρολάκι εμφανίστηκε ο νεαρός τότε Χάρισον Φορντ. Η ταινία τονίζει τα χαρίσματα και τους περιορισμούς του σκηνοθέτη της. Η απεικόνιση της αμερικανικής αστικής κουλτούρας παρουσιάζεται συχνά κοινότοπη και η επιδοκιμασία της νεολαίας επιφανειακή, σύμφωνα με μερίδα της κριτικής.
Το 1972, με πρόσκληση των κινεζικών αρχών, γύρισε ένα μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ για την Κίνα με τίτλο «Chung Kuo Cina», που έπεσε θύμα της Πολιτιστικής Επανάστασης ως «ρεβιζιονιστικό», αλλά αργότερα εγκρίθηκε από τους διαδόχους του Μάο.
Το μεγάλο ταλέντο και οι καινοτομίες του Αντονιόνι επιβεβαιώθηκαν για μία ακόμη φορά το 1974 με το «Επάγγελμα: ρεπόρτερ» («II passagero»), ταινία με στοιχεία θρίλερ, που καταγράφει, με το γνωστό στιλ του σκηνοθέτη της, τις απεγνωσμένες προσπάθειες ενός ατόμου, το οποίο υποδύεται ο Τζακ Νίκολσον, ν’ αλλάξει προσωπικότητα και να πετύχει μία δεύτερη ευκαιρία στη ζωή του.
Το επιφανειακά αργό, αν και πάντα συναρπαστικό, στυλ του σκηνοθέτη στάθηκε εμπόδιο στην εξεύρεση χρηματοδοτών, γι’ αυτό πέρασαν έξι χρόνια προτού ο Αντονιόνι μπορέσει να γυρίσει άλλη ταινία, κι αυτό μόνο χάρη στην υποστήριξη της ιταλικής δημόσιας τηλεόρασης RAI. Ήταν «Το μυστήριο του Όμπερβαλντ («II mistero di Oberwald», 1980), ταινία βασισμένη στο θεατρικό έργο «Ο δικέφαλος αετός» του Ζαν Κοκτώ, που ο Αντονιόνι δέχτηκε να γυρίσει μόνο και μόνο για να του δοθεί η ευκαιρία να πειραματιστεί τόσο με τη χρήση του βίντεο, όσο και με τα χρώματα. Στην ταινία αυτή ξανασυνάντησε την πρώην ηγερία του Μόνικα Βίτι.
Το 1985 ο Αντονιόνι υπέστη εγκεφαλικό, το οποίο τον άφησε ημιπαράλυτο και άφωνο. Συνέχισε να κάνει ταινίες, όπως το «Πέρα από τα Σύννεφα» («Al di là delle nuvole», 1995), κάποιες σκηνές της οποίας γύρισε ο Βιμ Βέντερς. Το μεγαλύτερο μέρος τους όμως απορρίφθηκε από τον Αντονιόνι κατά τη διάρκεια του μοντάζ.
Το 1995 του απονεμήθηκε τιμητικό Όσκαρ «ως ένας από τους κορυφαίους στιλίστες της εικόνας στην ιστορία του κινηματογράφου». Το 1998 ο μεγάλος δημιουργός βρέθηκε στην Αθήνα για να παραλάβει το ειδικό βραβείο του Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, για το σύνολο του έργου του.
Ο Μικελάντζελο Αντονιόνι πέθανε στις 30 Ιουλίου 2007, σε ηλικία 94 ετών, την ίδια ημέρα με έναν άλλο σπουδαίο κινηματογραφιστή, τον σουηδό σκηνοθέτη Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Παντρεύτηκε δύο φορές, την πρώτη με τη Λετίτσια Μπαλμπόνι (1942-1954) και τη δεύτερη με την κατά σαράντα χρόνια νεότερή του Ενρίκα Φίκο (1986-2007). Η σχέση του με τη Μόνικα Βίτι (1960-1970) άφησε εποχή.
Πηγή: https://www.sansimera.gr