Διακεκριμένος ιταλός αρχιμουσικός, που διηύθυνε μερικά από τα μεγαλύτερα μουσικά σύνολα του κόσμου.
Ο Κλάουντιο Αμπάντο (Claudio Abbado) γεννήθηκε στις 26 Ιουνίου του 1933 στο Μιλάνο. Γιoς του βιολονίστα και συνθέτη Μικελάντζελο Αμπάντο πήρε τα πρώτα μαθήματα μουσικής από τον πατέρα του και στη συνέχεια σπούδασε πιάνο, σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας στο Ωδείο του Μιλάνου. Το 1955 συνέχισε τις σπουδές του στη διεύθυνση ορχήστρα στη Βιέννη κοντά στον σπουδαίο αρχιμουσικό Χανς Σβαρόφσκι. Το 1958 κέρδισε τον διαγωνισμό για νέους μαέστρους Σεργκέι Κουσεβίτσκι στη Βοστώνη και το 1963 έλαβε το βραβείο Δημήτρης Μητρόπουλος για διευθυντές ορχήστρας στη Νέα Υόρκη. Από το σημείο αυτό ξεκίνησε μια λαμπρή καριέρα στο χώρο της διεύθυνσης ορχήστρας, που διήρκεσε έως τον θάνατό του.
Το 1968 ανέλαβε το πρώτο σημαντικό του πόστο, τη μουσική διεύθυνση της Σκάλας του Μιλάνου, με την οποία έδωσε πλήθος αξιομνημόνευτων παραστάσεων σε όλο το φάσμα του οπερατικού ρεπερτορίου, έως το 1986, οπότε ανέλαβε τη διεύθυνση της Κρατικής Όπερας της Βιέννης. Το 1982 ίδρυσε τη Φιλαρμονική της Σκάλας (Filarmonica della Scala) για την εκτέλεση έργων του ορχηστρικού ρεπερτορίου. Ενδιάμεσα, διετέλεσε πρώτος μαέστρος στη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου (1979-1988) και επισκέπτης μαέστρος στη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Σικάγου (1982-1986).
Στην Κρατική Όπερα της Βιέννης ο Αμπάντο παρέμεινε έως το 1991, δίνοντας ορισμένες σπουδαίες παραστάσεις όπερας, που έμειναν στην ιστορία («Μπόρις Γκοντούνοφ» και «Χοβάτσινα» του Μουσόργκσκι, «To Ταξίδι στη Ρεμς» του Ροσίνι, «Φιεραμπράς» του Σούμπερτ). Το 1989 ανέλαβε τη διεύθυνση της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Βερολίνου, μετά τον θάνατο του θρυλικού Χέρμπερτ φον Κάραγιαν.
Το 2000 προσβλήθηκε από καρκίνο του στομάχου και χρειάστηκε να του αφαιρεθεί μεγάλο μέρος του πεπτικού του συστήματος. Το 2002 παρέδωσε τα ηνία της φημισμένης βερολιζένικης ορχήστρας στο Σάιμον Ρατλ και συνέχισε τη μουσική διαδρομή, διευθύνοντας μουσικά σύνολα, όπως η Ορχήστρα Νέων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ορχήστρα Νέων «Γκούσταβ Μάλερ», η Ορχήστρα Δωματίου της Ευρώπης, η Ορχήστρα Μότσαρτ και η Ορχήστρα του Φεστιβάλ της Λουκέρνης.
Ο Αμπάντο διηύθυνε και ηχογράφησε πλήθος έργων του ρομαντικού ρεπερτορίου (Μέντελσον, Μπραμς και Μάλερ), καθώς και έργα του σύγχρονου ρεπερτορίου (Σένμπεργκ, Μπεργκ, Στραβίνσκι, Στοκχάουζεν, Μαντέρνα, Νόνο κ.ά.). Άλλωστε από το 1988 είχε ιδρύσει στη Βιέννη φεστιβάλ αφιερωμένο στη σύγχρονη μουσική. Ο ίδιος είχε παρακολουθήσει από μικρός πολλές πρόβες διάσημων αρχιμουσικών στη Σκάλα του Μιλάνου. Απεχθανόταν την τυραννική και συχνά προσβλητική συμπεριφορά προς του μουσικούς του Τοσκανίνι και προτιμούσε τον ευγενικό τρόπο του Μπρούνο Βάλτερ. Γι’ αυτό ήταν φιλικός με τους μουσικούς του και αρκετά πειστικός για να παίρνει αυτό που ήθελε.
Ο Αμπάντο είχε δύο γιους, τον σκηνοθέτη όπερας Ντανιέλε Αμπάντο και τον κοντραμπασίστα Μίσα Μούλοφ – Αμπάντο, καρπό της τετράχρονης σχέσης του με τη διάσημη ρωσίδα βιολονίστρια Βικτόρια Μούλοβα. Στις 30 Αυγούστου του 2013 διορίσθηκε ισόβιος γερουσιαστής, με απόφαση του Προέδρου της Ιταλίας, Τζόρτζιο Ναπολιτάνο. Τον Δεκέμβριο ο μεγάλος μουσικός ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να καταβάλει τις μηνιαίες αποδοχές του από το ιταλικό κοινοβούλιο στη Μουσική Σχολή του Φιέζολε, κοντά στη Φλωρεντία, για την υποστήριξη υποτροφιών.
Ο Κλάουντιο Αμπάντο πέθανε στην Μπολόνια στις 20 Ιανουαρίου του 2014, σε ηλικία 80 ετών.
VIDEOS
O Κλάουντιο Αμπάντο σε πρόβα με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου (1996)
Pyotr Ilyich Tchaikovsky – Eugene Onegin Polonaise
Πηγή: https://www.sansimera.gr