Ο Γουίλιαμ Χαρτ (William Hurt) ήταν δημοφιλής Αμερικανός ηθοποιός τη δεκαετία του ‘80, ο οποίος ξεχώριζε για την ικανότητά του να προικίζει με εξαιρετική γοητεία καθημερινούς ανθρώπους ηττημένους της ζωής. Ήταν υποψήφιος για Όσκαρ τέσσερις φορές και κέρδισε ένα το 1986 για την ερμηνεία ως ομοφυλόφιλου κρατούμενου στο δράμα του Έκτορ Μπαμπένκο «Το φιλί της γυναίκας αράχνης» (1985).
Ο Γουίλιαμ ΜακΚορντ Χαρτ γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου 1950, στην Ουάσιγκτον, την πρωτεύουσα των ΗΠΑ. Ο πατέρας του ήταν διπλωμάτης και η οικογένειά του έζησε στο εξωτερικό για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Πτυχίο θεολογίας και μαθήματα υποκριτικής
Άρχισε να δείχνει το ενδιαφέρον του για την υποκριτική στο ιδιωτικό σχολείο όπου φοιτούσε εσώκλειστος. Το 1972 αποφοίτησε με πτυχίο θεολογίας από το Πανεπιστήμιο Ταφτς της Βοστώνης και στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής στη μουσική σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης, με συμμαθητές τον Κρίστοφερ Ριβ και τον Ρόμπιν Γουίλιαμς.
Ο Γούλιαμ Χαρτ ξεκίνησε την καλλιτεχνική του διαδρομή στο θέατρο με θιάσους ρεπερτορίου κι έκανε το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο το 1980 στην ταινία επιστημονικής φαντασίας του Κεν Ράσελ «Ανεξέλεγκτες Καταστάσεις» («Altered States»).
Πρώτη επιτυχία στην ταινία «Η Μεγάλη Ανατριχίλα»
Τον επόμενο χρόνο πρωταγωνίστησε στο θρίλερ του Λορενς Κάσνταν «Έξαψη» («Body Heat»), υποδυόμενος ένα δικηγόρο που σκοτώνει τον σύζυγο της ερωμένης του. Ακολούθησαν το 1983 η δραμεντί του Λόρενς Κάσνταν «Η Μεγάλη Ανατριχίλα» («The Big Chill»), με πλειάδα σπουδαίων ηθοποιών και το αστυνομικό θρίλερ του Μάικλ Άπτεντ «Έγκλημα στο Γκόρκι Παρκ» («Gorky Park»), όπου υποδύθηκε ένα ρώσο αστυνομικό. Με τις τρεις παραπάνω ταινίες εδραίωσε τη φήμη ως ένας από τους δημοφιλέστερους ηθοποιούς της δεκαετίας του ‘80.
Όσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου
Το 1986 κέρδισε το μοναδικό του Όσκαρ για το ρόλο του στην ταινία του Έκτορ Μπαμπένκο «Το φιλί της γυναίκας αράχνης» («Kiss of the Spider Woman», 1985). Στην ταινία ερμηνεύει μοναδικά ένα φυλακισμένο ομοφυλόφιλο στη Βραζιλία και τη φιλία που αναπτύσσει μ’ ένα πολιτικό κρατούμενο.
Τα αμέσως επόμενα χρόνια κέρδισε υποψηφιότητες για Όσκαρ για τους ρόλους τους στο κοινωνικό δράμα της Ράντα Χέινς «Τα παιδιά ενός κατώτερου θεού» («Children of a Lesser God», 1986) και στη δραμεντί του Τζέιμς Μπρουκς «Το Κύκλωμα» («Broadcast News»,1987). Το 1988 πρωταγωνίστησε στο ρομαντικό δράμα του Λόρενς Κάσνταν «Αταίριαστοι Εραστές» («The Accidental Tourist» και η ερμηνεία του επαινέθηκε από τους κριτικούς.
Η καριέρα του άρχισε να φθίνει τη δεκαετία του ‘90. Αξιοσημείωτες ταινίες του αυτής της περιόδου είναι η δραμεντί των Γουέιν Γουάνγκ και Πολ Όστερ «Καπνός» («Smoke», 1995), μια μελέτη χαρακτήρων των πελατών ενός καπνοπωλείου της Νέας Υόρκης και το οικογενειακό δράμα του Καρλ Φράνκλιν «Κάτι Αληθινό» («One True Thing» (1998).
Συνεργασίες με Σπίλμπεργκ και Σον Πεν
Στις αρχές του τρέχοντος αιώνα, ο Χαρτ διακρίθηκε σε δευτεραγωνιστικούς ρόλους, όπως στην ταινία επιστημονικής φαντασίας του Στίβεν Σπίλμπεργκ «Α.Ι. Τεχνητή Νοημοσύνη» («A.I. Artificial Intelligence», 2001), το δραματικό θρίλερ του Ρότζερ Μίτσελ «Σε αντίθετο ρεύμα» («Changing Lanes», 2002), στο πολιτικό θρίλερ του Στίβεν Γκέιγκαν «Syriana» (2005) και το βιογραφικό δράμα του Σον Πεν «Ταξίδι στην άγρια φύση» («Into the Wild», 2007).
Το 2006 κέρδισε την τέταρτη υποψηφιότητά του για Όσκαρ για τον ρόλο του στο θρίλερ μυστηρίου του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ «Το τέλος της βίας» («A History of Violence», 2005).
Θεατρική και τηλεοπτική καριέρα
Εκτός από την κινηματογραφική του καριέρα και τις σποραδικές του εμφανίσεις στο θέατρο, έπαιξε και στην τηλεόραση σε πολλές τηλεταινίες και σειρές. Ξεχωρίζουν οι ρόλοι του στη σειρά «Damages» (2009) και στην τηλεταινία «Too Big To Fail» (2011), για τους οποίους ήταν υποψήφιος για Χρυσή Σφαίρα και Έμμυ.
Ο Γουίλιαμ Χαρτ πέθανε στις 13 Μαρτίου 2022 στο σπίτι του στο Πόρτλαντ του Όρεγκον, από επιπλοκές του καρκίνου του προστάτη. Είχε νυμφευτεί δύο φορές και είχε αποκτήσει τέσσερα παιδιά (δύο με τη δεύτερη σύζυγό του Χάιντι Χέντερσον και ανά ένα από τις σχέσεις του με τη Σάντρα Τζένινγκς και τη γαλλίδα ηθοποιό Σαντρίν Μπονέρ.
Πηγή: https://www.sansimera.gr