Αμερικανίδα τραγουδοποιός και πολιτική ακτιβίστρια, ένα από τα σύμβολα της γενιάς της αμφισβήτησης και της αναβίωσης της φολκ μουσικής στις ΗΠΑ την δεκαετία του ’60. Παρότι η φολκ μουσική δεν συγκινεί σήμερα τα πλήθη, η Τζόαν Μπαέζ παραμένει ενεργή τόσο μουσικά όσο και πολιτικά. Περιοδεύοντας με νεαρούς μουσικούς και εκπέμποντας τα πολιτικά της μηνύματα για ειρήνη, ανθρώπινα δικαιώματα και δημοκρατικές ελευθερίες παντού, κατόρθωσε να ανανεώσει το ακροατήριό της και να παραμείνει δημοφιλής τόσο στις ΗΠΑ όσο και στο εξωτερικό.
Η Τζόαν Μπαέζ γεννήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 1941 στην Νέα Υόρκη και πέρασε τα παιδικά της χρόνια μετακινούμενη μαζί με την οικογένειά της σε διάφορα μέρη, λόγω της δουλειάς του μεξικανικής καταγωγής πατέρα της που ήταν καθηγητής Φυσικής. Το 1956 αγόρασε την πρώτη της κιθάρα και ήρθε σε επαφή με τις απόψεις του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Όταν λίγο αργότερα η οικογένεια μετακόμισε στο Μπέλμοντ της Μασαχουσέτης, η Τζόαν άρχισε να τραγουδάει σε διάφορα καφέ, για ένα δολάριο τη βραδιά. Σύντομα άρχισε να γίνεται γνωστή για τη σπουδαία φωνή της, αλλά και επειδή προτιμούσε να τραγουδάει δικά της τραγούδια, πέραν των παραδοσιακών τραγουδιών διαμαρτυρίας.
Το 1959 εμφανίστηκε στο περίφημο φολκ φεστιβάλ του Νιούπορτ για πρώτη φορά και λίγο αργότερα ξαναβρέθηκε στη Νέα Υόρκη. Είχε δημιουργηθεί μια νέα φολκ σκηνή στη Νέα Υόρκη, όταν μετακόμισε εκεί ο σπουδαίος Γούντι Γκάθρι και τον ακολούθησε όλη η νέα γενιά των μουσικών του είδους για τους οποίους ήταν «γκουρού». Σύντομα όλοι μιλούσαν με ενθουσιασμό για τη νέα αυτή τραγουδίστρια της φολκ που κέρδιζε τους πάντες.
Το 1962 έγινε εξώφυλλο στο «Time», γνωρίστηκε με τον Μπομπ Ντίλαν, με τον οποίο συνεργάστηκε και συνδέθηκε ερωτικά, ενώ ταυτόχρονα έγινε ενεργό μέλος ενός νέου τότε κινήματος που ονομάστηκε «protest movement» («κίνημα διαμαρτυρίας») και είχε στόχο να συμπαρασταθεί στους φτωχούς, στους αδύνατους, στους έγχρωμους, στους αδικημένους. Οι φοιτητικές εξεγέρσεις, ο πόλεμος του Βιετνάμ και ο ανανεωτικός αέρας που φέρνει το ροκ της εποχής μετατρέπουν την Τζόαν Μπαέζ σε αιχμή του δόρατος αυτού του κινήματος διαμαρτυρίας.
Όπως γράφει ο Τζέρι Ρούμπιν στο περίφημο βιβλίο του «Do it», οι εξεγέρσεις στα αμερικάνικα πανεπιστήμια «ξεκίνησαν με το φιρμάνι από 14 λέξεις ενός κοσμήτορα του Μπέρκλεϊ που απαγόρευε τους πίνακες πολιτικών ανακοινώσεων και το μοίρασμα προκηρύξεων, για άσχετες διαδηλώσεις από τα θέματα τον Πανεπιστημίου». Και λίγο πιο κάτω συνεχίζει την περιγραφή του γι’ αυτή την πρώτη σπίθα που άναψε για να γίνει τεράστια φλόγα: «Μια ωραία ηλιόλουστη μέρα λοιπόν, το μεσημέρι, τραγουδούσε η Τζόαν Μπαέζ έπειτα έβγαλε λόγο ο Μάριο Σάβιο και χίλιοι φοιτητές κατέλαβαν το κτίριο της διεύθυνσης. Στις 4 το πρωί ο κυβερνήτης, ένας φιλελεύθερος δημοκράτης, διέταξε τους μπάτσους του Όκλαντ να ξεκαθαρίσουν το κτίριο. Έγιναν οκτακόσιες συλλήψεις, η πιο μεγάλη μπάζα στην αμερικανική ιστορία». Στις επεξηγήσεις, στο τέλος του βιβλίου, η Τζόαν Μπαέζ αναφέρεται ως «ηρωίδα της αμφισβήτησης».
Ως τα μέσα της δεκαετίας του ’70 η ζωή της θα κυλήσει ανάμεσα σε δίσκους, συναυλίες, συλλήψεις και αντιπαραθέσεις με τις αμερικανικές αρχές, βραβεύσεις για τη μουσική και τη δράση της. Σταδιακά θα γίνει διεθνές σύμβολο του αγώνα για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στις 19 Οκτωβρίου 1971 θα δώσει συναυλία κατά της χούντας των συνταγματαρχών στο Greek Theatre του Μπέρκλεϊ με τη συμμετοχή της Μελίνας Μερκούρη, του Ζιλ Ντασέν και άλλων Ελλήνων και θα αρχίσει τα ταξίδια στη Σοβιετική Ένωση, στο Ισραήλ, στην Αργεντινή, στη Χιλή, στο Λίβανο, στην Τυνησία, στην Ιρλανδία, στην Τσεχοσλοβακία, στην Καμπότζη, στην Παλαιστίνη.
Η φωνή της, τα τραγούδια της και η παρέμβασή της πήγαν παντού όπου υπήρξε πρόβλημα, χωρίς ποτέ να πάψει να προσπαθεί για τα προβλήματα των συμπατριωτών της. Δημιούργησε ή ηγήθηκε δεκάδων ιδρυμάτων για τα δικαιώματα των μεταναστών, των μαύρων, των ομοφυλόφιλων, μπήκε στη φυλακή (όπως και ο άνδρας της Ντέιβιντ Χάρις), είχε προβλήματα με τη CIA και τη δικαιοσύνη.
Στην δισκογραφία πρωτοεμφανίστηκε το 1959 συμμετέχοντας στον δίσκο «Folksingers ‘Round Harvard Square» μαζί με τον Μπιλ Γουντ και τον ελληνοαμερικανό Θεόδωρο Αλεβίζο (Ted Alevizos, 1926-2009). Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε τον πρώτο της προσωπικό δίσκο της με τίτλο το όνομά της της. Τα πρώτα τέσσερα άλμπουμ της ήταν ένα μείγμα από αμερικανικές και βρετανικές μπαλάντες. Η ερμηνεία της στο κλασικό «We Shall Overcome» (από το «In Concert/Part 2») έμεινε ιστορική. Στο ίδιο άλμπουμ περιλαμβάνεται και η διασκευή της στο τραγούδι του Μπομπ Ντίλαν «Don’t Think Twice, It’s All Right».
Το 1968, κυκλοφόρησε το διπλό άλμπουμ «Any Day Now» με ερμηνείες τραγουδιών του Ντίλαν. Μαζί πραγματοποίησαν αρκετές περιοδείες και η Μπαέζ ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να ερμηνεύει τραγούδια του.
Το 1968, παντρεύτηκε τον Ντέιβιντ Χάρις, έναν ακτιβιστή υπέρ της ειρήνης που φυλακίστηκε επειδή αρνήθηκε να στρατευτεί στον πόλεμο του Βιετνάμ. Το 1969 κυκλοφόρησε το «David’s Album», αφιερωμένο στο σύζυγό της. Το ζευγάρι θα χωρίσει το 1973. Η πρώτη -και μοναδική- επιτυχία της Τζόαν Μπαέζ ήταν η διασκευή του «The Night They Drove Old Dixie Down», από το μακρινό 1971. Το τραγούδι, που είχε γράψει ο Ρόμπι Ρόμπερτσον και είναι περισσότερο γνωστό από το συγκρότημά του «The Band», ανέβηκε στο Νο3 του αμερικανικού πίνακα επιτυχιών.
Στη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, η Τζόαν Μπαέζ συνέχισε να εκφράζει τις πολιτικές της πεποιθήσεις χρησιμοποιώντας στη δεύτερη πλευρά του σινγκλ «Where Are You Now My Son» (1973) ένα μεγάλο μέρος από ηχογραφήσεις που έκανε κατά την επίσκεψή της στο Ανόι. Τη δεκαετία του ’70, ξεχώρισαν οι δίσκοι «Come From The Shadows» (1972), «Gracias a la Vida» (1974) και «Diamonds And Rust» (1975), μετά το οποίο επανασυνδέθηκε με τον Ντίλαν για τη θρυλική περιοδεία «Rolling Revue Thunder Tour».
Τα επόμενα χρόνια και μέχρι σήμερα, η Τζόαν Μπαέζ συνέχισε με αμείωτη ένταση την καλλιτεχνική και πολιτική της δράση. Από την δισκογραφική της παραγωγή ξεχωρίζουν τα άλμπουμ «Recently» (1987), με διασκευές σε τραγούδια των Dire Straits και U2, «The Live Diamonds And Rust» (1989), «Billing And Speaking Of Dreams» (1989), «Play Me Backwards» (1992), «Gone from Danger» (1997), «Bowery Songs» (2005), «Day After Tomorrow» (2008) και «Whistle Down the Wind» (2018). Το 2017, εντάχθηκε στο Πάνθεον του Ροκ εντ Ρολ (Rock and Roll Hall of Fame).
Η Τζόαν Μπαέζ, είναι από τους ελάχιστους μουσικούς με τόσο έντονη και πολύπλευρη κοινωνική δράση.Όλα αυτά τα χρόνια δεν κουράστηκε να αγωνίζεται για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για την ειρήνη και τις δημοκρατικές ελευθερίες στη Λατινική Αμερική, στη Μέση Ανατολή, στην Ασία και τα Βαλκάνια.
VIDEOS
Joan Baez – Here’s to you, Nicola and Bart
Joan Baez – The Ballad of Mauthausen (Μίκης Θεοδωράκης)
Joan Baez – No Woman No Cry (Bob Marley)
Πηγή: https://www.sansimera.gr