27/6/2013
Κήρυξη πολέμου |
Ο πλανητάρχης καθόταν στο γραφείο του κι ετοίμαζε το διάγγελμα του προς το λαό της FYROM όταν χτύπησε το τηλέφωνο. – Εμπρός; – Κύριε Μπους, εσείς; ακούστηκε στην άλλη άκρη της γραμμής μια φωνή με περίεργη προφορά. Εγώ είμαι ο Γιωρίκας και σας παίρνω να σας πω ότι σας κηρύσσουμε τον πόλεμο! – Και πολύ καλά κάνεις που τηλεφώνησες να μου το πεις, απαντά ο Μπους. – Για πες μου, Γιωρίκα, πόσο μεγάλος είναι ο στρατός σου; – Αυτή τη στιγμή, λέει ο Γιωρίκας καθώς κάνει τη σούμα στο μυαλό του, εγώ, ο ξάδερφός μου ο Κωστίκας, ο κουμπάρος μου, ο γείτονάς μου ο Αλεξίκας και η ομάδα του ταβλιού από το καφενείο – οκτώ, συνολικά. Ο George αναστενάζει. – Οφείλω, Γιωρίκα, να σου πω ότι έχω δέκα εκατομμύρια ετοιμοπόλεμους άνδρες που με μια κουβέντα μου είναι διατεθειμένοι να δώσουν τη ζωή τους. – Αλήθεια; Θα σας ξαναπάρω, λέει ο Γιωρίκας και κλείνει. Δεν πέρασαν 24 ώρες και ο Γιωρίκας ξανατηλεφωνά. – Κύριε Μπους, λέει, η κήρυξη πολέμου εξακολουθεί να ισχύει. Τώρα μαζέψαμε και κάποιον εξοπλισμό… – Τι εξοπλισμό μαζέψατε, Γιωρίκα; – Δύο αλωνιστικές, μια μπουλντόζα και το τρακτέρ του μπατζανάκη μου. Για άλλη μια φορά, ο Μπους δεν αντέχει να μην αναστενάξει. – Γιωρίκα, θα πρέπει να σου πω ότι έχω 160.000 τανκς, 140.000 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού και από χτες που μιλήσαμε ο στρατός μου αυξήθηκε στο 10,5 εκατομμύρια. – Διάβολε, λέει ο Γιωρίκας, τι να πω τώρα; Θα σας ξαναπάρω. Και κλείνει τοτηλέφωνο αλλά δυο μέρες αργότερα, να τον πάλι. – Κύριε Μπους, παραμένει η κήρυξη πολέμου. Αυτή τη φορά αποκτήσαμε εναέριες δυνάμεις. Έχουμε τώρα και το ψεκαστικό του κοινοτάρχη, του βάλαμε και καραμπίνες επάνω. Α, ναι, μαζί μας είναι τώρα και η ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού. – Εντυπωσιασμένος από την κλιμάκωση, ο Μπους μένει σκεπτικός για δευτερόλεπτα, βγάζει άλλον ένα στεναγμό και λέει: – Γιωρίκα, δεν μπορώ να σου κρύψω ότι έχω 100.000 βομβαρδιστικά, 200.000 Στελθ, και οι βάσεις μας προστατεύονται από βλήματα εδάφους-αέρος. Και κάτι άλλο: από προχθές που μιλήσαμε, ο στρατός μου αυξήθηκε κατά άλλα δύο εκατομμύρια. – Βρε …, βρίζει ο Γιωρίκας. Θα ξαναπάρω, λέει και κλείνει το τηλέφωνο. Δεν πέρασε πολλή ώρα και ξαναπαίρνει τηλέφωνο. |