Η «συνταγή» κατά της χοληστερίνης

177

14/2/2013

Περισσότερα από 3,5 εκατομμύρια άτομα στη χώρα μας έχουν επίπεδα χοληστερόλης υψηλότερα από το φυσιολογικό, αλλά ο ένας στους τρεις άνδρες και η μία στις δύο γυναίκες δεν κάνουν τίποτε για να τα μειώσουν, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία.

Είναι στ’ αλήθεια εφικτό να ελαττωθούν τα επίπεδά της με τη βελτίωση της διατροφής; Και αν ναι, πόσο; Πρέπει να αλλάξουμε ριζικά ό,τι τρώμε ή με μικρές αλλαγές μπορούμε να δούμε μεγάλα οφέλη; Ο Αντώνης Ζαμπέλας, καθηγητής Διατροφής του Ανθρώπου στη Μονάδα Διατροφής του Ανθρώπου του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης, έχει τις απαντήσεις.

Πόσα είδη χοληστερόλης υπάρχουν;

Είναι η χοληστερόλη που βρίσκεται στις λιποπρωτεΐνες χαμηλής πυκνότητας (τις LDL), η χοληστερόλη που βρίσκεται στις λιποπρωτεΐνες υψηλής πυκνότητας (τις HDL) και η χοληστερόλη που βρίσκεται στις λιποπρωτεΐνες πολύ χαμηλής πυκνότητας (τις VLDL).

Στην καθημερινή κλινική πράξη προσδιορίζουμε στο αίμα την ολική χοληστερόλη, την HDL χοληστερόλη και την LDL χοληστερόλη.

Ποια από αυτά ενοχοποιούνται για την καρδιοπάθεια;

Η LDL χοληστερόλη είναι η κατεξοχήν επικίνδυνη, ενώ η HDL θεωρείται προστατευτική. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν μπορούμε να δίνουμε ιδιαίτερη αξία στις τιμές της ολικής χοληστερόλης, αλλά θα πρέπει να παρεμβαίνουμε όταν οι τιμές της LDL είναι υψηλές ή/και όταν οι τιμές της HDL είναι χαμηλές.

Πρόσφατα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Journal of the American College of Cardiology» μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη από δανούς ερευνητές, η οποία έδειξε ότι ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων διατρέχουν οι ασθενείς με υψηλές τιμές αυτών που ονομάζονται «κατάλοιπα λιποπρωτεϊνών».

Μια καλή ένδειξη ότι ένας ασθενής έχει υψηλά κατάλοιπα είναι όταν οι τιμές των τριγλυκεριδίων του είναι υψηλές (πάνω από 200 mg/dl) και ταυτοχρόνως οι τιμές της HDL του χαμηλές (κάτω από 40 mg/dl). Σύμφωνα με τη νέα μελέτη, στους ασθενείς αυτούς ο καρδιαγγειακός κίνδυνος είναι μεγαλύτερος από αυτόν που διατρέχουν όσοι έχουν υψηλές μόνο τις τιμές της LDL χοληστερόλης.

Ποια είδη χοληστερόλης μπορούμε να αλλάξουμε με τη διατροφή;

Μπορούμε να επηρεάσουμε όλα τα είδη χοληστερόλης, αλλά και τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων. Ωστόσο, το πιο δύσκολο είναι να αυξηθεί η ΗDL χοληστερόλη – και η αύξηση που επιτυγχάνεται είναι σχετικά μικρή.

Ποια τρόφιμα ρίχνουν τη χοληστερόλη;

Σε γενικές γραμμές υποχοληστερολαιμικά είναι: 1) τα ω-6 λιπαρά οξέα που βρίσκονται στα φυτικά έλαια (όπως το ηλιέλαιο και το αραβοσιτέλαιο), στους ανάλατους ξηρούς καρπούς και στις μαλακές μαργαρίνες, 2) τα ω-9 λιπαρά οξέα που βρίσκονται στο ελαιόλαδο, 3) οι διαλυτές φυτικές ίνες που βρίσκονται κυρίως στα φρούτα, στα λαχανικά και σε κάποια δημητριακά, όπως η βρώμη.

Την αυξημένη LDL χοληστερόλη μπορεί επίσης να ελαττώσουν και 2 γραμμάρια φυτικές στερόλες ή στανόλες την ημέρα – σε τέτοια περίπτωση αναμένεται μείωση της τάξης περίπου του 10%.

Προσφάτως, δημοσιεύσαμε στο επιστημονικό περιοδικό «Nutrition, Metabolism and Cardiovascular Diseases» μελέτη με 108 πάσχοντες από μεταβολικό σύνδρομο, η οποία έδειξε ότι η χορήγηση 4 γρ. φυτικών στερολών επέφερε μείωση της τάξεως του 19% της LDL χοληστερόλης, χωρίς οι ασθενείς αυτοί να αλλάξουν τις διαιτητικές τους συνήθειες. Αυτό βέβαια πρέπει να επιβεβαιωθεί και από άλλες μελέτες για να θεωρηθεί ότι η επιπλέον δόση επιφέρει πρόσθετο όφελος.

Τέλος, τα ω-3 λιπαρά οξέα των ψαριών και των ιχθυελαίων είναι ιδιαίτερα υποτριγλυκεριδαιμικά (επιτυγχάνεται μείωση των τριγλυκεριδίων έως 30%).

Η προσθήκη στην καθημερινή διατροφή όλων αυτών των τροφίμων είναι αρκετή για την προστασία της καρδιάς;

Με το να εισάγουμε στη διατροφή μας ένα συστατικό από τα προαναφερθέντα μπορεί να μειωθεί η LDL χοληστερόλη, αλλά ο καρδιαγγειακός κίνδυνος είναι κάτι ευρύτερο.

Επίσης, όλα αυτά τα συστατικά δεν δρουν κατ’ ανάγκην συνεργικά, γεγονός που σημαίνει ότι αν εισαχθούν όλα στο καθημερινό διαιτολόγιο δεν θα επιτευχθεί μείωση της LDL χοληστερόλης πέραν του 15%-20%.

Ομως τα συγκεκριμένα τρόφιμα δεν περιέχουν μόνο αυτά τα συστατικά. Περιέχουν και αντιοξειδωτικές ουσίες και άλλες ενώσεις που δεν επηρεάζουν μόνο το λιπιδαιμικό προφίλ, αλλά μπορούν να μειώσουν φλεγμονώδεις δείκτες, την αρτηριακή πίεση αλλά και τα επίπεδα γλυκόζης και ινσουλίνης, με αποτέλεσμα το συνολικό όφελος να είναι σημαντικότατο.

Πόσος καιρός απαιτείται για να υπάρξει όφελος;

Σε κάποιους δείκτες μπορεί να αρχίσει βελτίωση και έπειτα από έναν μήνα. Συνήθως για να αρχίσει να βελτιώνεται συνολικά η εικόνα πρέπει να περάσουν περίπου τρεις μήνες.

Ομως η αθηρωματική πλάκα εξελίσσεται σε βάθος 10ετιών. Επομένως, για να υπάρξει συνολικό όφελος η αλλαγή της διατροφής πρέπει να είναι μόνιμη και όχι για μικρή μόνον χρονική περίοδο, διότι μέσα σε λίγους μήνες ναι μεν μπορεί να μειωθεί η LDL, αλλά ο καρδιαγγειακός κίνδυνος δεν θα έχει μειωθεί.

ΠΗΓΗ:www. tanea.gr